Διαχείριση της απειλής της ασθένειας σε συνθήκες εγκλεισμού – Γράφει η ψυχολόγος Χ.Γ. Τσαγκαράκη
Η ψυχολόγος του Κέντρου Κοινότητας του Δήμου Χαλανδρίου, κ. Χριστίνα-Γεωργία Τσαγκαράκη γράφει το ενδιαφέρον άρθρο που ακολουθεί για την απειλή της απώλειας του άτρωτου εαυτού σε συνθήκες περιοριστικών μέτρων, προτρέποντας μας να εστιάσουμε όχι στο τι κάνει η ζωή σε μας, αλλά στο τι κάνουμε εμείς με αυτό που μας δίνει η ζωή.
“Στην απώλεια μπορούν να αποδοθούν πολλά διαφορετικά νοήματα που σύμφωνα με τους ειδικούς κυμαίνονται από την αποστέρηση, την αποτυχία, την έκπτωση και την καταστροφή ως εκείνα τα νοήματα που είναι εντελώς προσωπικά και τα οποία συνδέονται με απώλειες του παρελθόντος και του παρόντος στην προσωπική μας ζωή και που ίσως είναι αδύνατο να εκφράσουμε1.
Μία πτυχή της απώλειας συνδέεται με την υγεία και τη διάγνωση μίας επικίνδυνης για τη ζωή ασθένειας. Τι γίνεται όμως όταν μέσα σε ένα κλίμα εγκλωβισμού, φόβου και ανησυχίας το οποίο βιώνουμε όλοι τον τελευταίο χρόνο, έρχεται να προστεθεί η ανακοίνωση μιας απειλητικής για τη ζωή νόσου; Τότε μια εξ ορισμού δύσκολη συνθήκη γίνεται ακόμα δυσκολότερη.
Κατά την παιδική ηλικία το άτομο χαρακτηρίζεται από αισθήματα παντοδυναμίας, τα οποία είναι εξαιρετικά χρήσιμα για την αντιμετώπιση του «εχθρικού» κόσμου. Το παιδί δεν έχει αίσθηση ότι είναι ευάλωτο κι αυτό γιατί ο γονιός είναι παρών και το προστατεύει.
Όταν μεγαλώνουμε συχνά ξεχνάμε ότι δεν είμαστε άτρωτοι και όταν ένας γιατρός μας υπενθυμίσει το πεπερασμένο της ύπαρξής μας, στην ουσία διαλύει την ψευδαίσθηση που έχουμε ότι η ζωή είναι μπροστά μας και ταυτόχρονα βάζει φρένο στα όνειρα και τα σχέδιά μας για το μέλλον2.
Οι πρώτες σκέψεις είναι σκοτεινές, απαισιόδοξες. Το μυαλό τρέχει με μεγάλη ταχύτητα και πλάθει δυσάρεστα σενάρια ή παγώνει και σκέφτεται το τέλος.
Τα συναισθήματα άγχους, φόβου, θυμού και η έντονη ανάγκη για εκδραμάτιση με κλάμα είναι απόλυτα φυσιολογικές αντιδράσεις. Παράλληλα παρούσες σε όλο αυτό είναι μία σειρά από σκέψεις, όπως «γιατί σε μένα», «πόσο άδικη είναι η ζωή», «πόσο άτυχος/η είμαι»… Το θέμα όμως δεν είναι τι κάνει η ζωή σε εμάς, αλλά τι κάνουμε εμείς με αυτό που μας δίνει η ζωή.
Η απώλεια του άτρωτου εαυτού
Αναπόφευκτα θα πρέπει να διέλθουμε από τα στάδια του πένθους και του θρήνου. Τα στάδια αυτά είναι μια ενεργή διαδικασία από την οποία διέρχεται το άτομο προκειμένου να αφομοιώσει και να υπερβεί την απώλεια. Και εδώ συγκεκριμένα την απώλεια της πρότερης κατάστασης, του άτρωτου εαυτού.
Μετά το αρχικό σοκ και μούδιασμα, έρχεται η αναγνώριση της πραγματικότητας, τα δυσάρεστα συναισθήματα πόνου, η αναθεώρηση των όσων πίστευε το άτομο μέχρι εκείνη τη στιγμή, για να φτάσει στην αναδόμηση της σχέσης του με αυτό που χάθηκε και την αναδημιουργία του εαυτού του.
Κάθε φορά που χάνουμε κάτι, ένα κομμάτι μας χάνεται μαζί του, γεγονός που δημιουργεί ένα κενό. Είτε το θέλουμε είτε όχι ποτέ δεν είμαστε πια οι ίδιοι μετά από σημαντικές «απώλειες». Μετά όμως από προσπάθεια, μπορούμε να δομήσουμε μια καινούργια ταυτότητα που θα συνδέεται με τον παλιό μας εαυτό. Είναι σημαντικό να αντιλαμβανόμαστε ότι η ασθένεια κάτι μας λέει, για εμάς, για τον τρόπο που μέχρι τώρα λειτουργούσαμε, για τα βάρη που σηκώναμε χωρίς βοήθεια, για τη δυσκολία έκφρασης συναισθημάτων και μας κρούει τον κώδωνα για να αλλάξουμε κάτι, κάτι σε εμάς.
Χρειαζόμαστε συνοδοιπόρους
Για να μπορέσουμε να ανταπεξέλθουμε σε όλο αυτό το δύσκολο ταξίδι πρέπει να έχουμε συνοδοιπόρους. Ο οικογενειακός και κοινωνικός περίγυρος είναι καίριας σημασίας για αυτόν που βάλλεται και πενθεί, καθώς μπορεί να δράσει σαν κυματοθραύστης στο άγχος και τους φόβους του. Όσο ευρύτερο και διαθέσιμο είναι το περιβάλλον, τόσο ομαλότερη μπορεί να είναι η διαδικασία. Ακόμα και στους δύσκολους καιρούς της πανδημίας, όπου απουσιάζει η προσωπική επαφή στις περισσότερες της μορφές (συνάντηση, χάδι, αγκαλιά), πρέπει το δίκτυο των κοντινών ανθρώπων να μένει σε επικοινωνία, να είναι διαθέσιμο να ακούσει με τα αυτιά και με την ψυχή αυτόν που πονά, να περνάει το συναίσθημα του αγγίγματος με άλλους τρόπους. Έργο ίσως πιο δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο.
Στην πορεία αυτή σημαντική είναι και η συμβολή των ειδικών. Αρχικά των ιατρών- όπου πρώτιστη ανάγκη είναι η δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης και ασφάλειας, προκειμένου ο ασθενής να μείνει δεσμευμένος στη διαδικασία της θεραπείας και να γνωρίζει τι πρόκειται να του συμβεί- και εν συνεχεία των επαγγελματιών ψυχικής υγείας, που μπορούν να συνοδεύσουν μέσα από τη διαδικασία της ψυχοθεραπείας το άτομο σε όλη την πορεία της ασθένειας και του πένθους με απώτερο στόχο την αναπλαισίωση της εμπειρίας και την αναδόμηση του εαυτού μέσα από αυτήν.
Είναι πολύ σημαντικό να κατανοούμε ότι έχουμε επιλογές και περιθώρια αντίδρασης. Μπορεί η ασθένεια να είναι ένα γεγονός που δεν το επιλέγουμε, αλλά το πως θα αντιδράσουμε σε αυτήν είναι επιλογή… Είναι επιλογή ζωής!”
- Neimeyer, R.A (2006). «Να αγαπάς και να χάνεις», Αθήνα, εκδόσεις Κριτική
- Bacque, M.F (2001). «Πένθος και υγεία», Αθήνα, εκδόσεις Θυμάρι