Λέσχη Ανάγνωσης Βιβλιοθήκης Αετοπουλειου, Τετάρτη 13 Απριλίου 2011
Αετοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο |
ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΑΕΤΟΠΟΥΛΕΙΟΥ
Για τον Απρίλιο επιλέξαμε να διαβάσουμε: |
«ʼουστερλιτς» του W. G. Sebald |
(εκδόσεις: ʼγρα) |
|
επόμενη συνάντηση της Λέσχης Ανάγνωσης, |
την Τετάρτη 13 Απριλίου 2011, ώρα 18:30 |
στο Βιβλιοπωλείο «Μικρός Κοραής» |
|
(Παπάγου 7 & Αριστοφάνους, τηλ. 210 6890 321) |
|
Sebald, Winfried Georg (1944-2001)
Γεννημένος τον Μάιο του 1944 σ ένα χωριό της περιοχής του Αλγκόι, ο Ζέμπαλντ έδειξε τις θεματικές εμμονές του από τα πρώτα κριτικά και επιστημονικά του κείμενα. Ο τίτλος της διδακτορικής του εργασίας είχε να κάνει με την έννοια της καταστροφής στο έργο του ʼλφρεντ Ντυμπλίν και αυτή της υφηγεσίας του με την περιγραφή της καταστροφής σε μια σειρά μελετών που αφορούσαν την αυστριακή λογοτεχνία. Αν σε αυτά προσθέσει κανείς την υπαρξιακή μελαγχολία, την ειδολογική μίξη της αμιγούς λογοτεχνίας με το δοκίμιο και την καθαρή βιογραφία, το έξυπνο διακειμενικό παιγνίδι που αγγίζει φορές-φορές τα όρια της εκούσιας λογοκλοπής και τον τρόπο διαχείρισης της εικόνας εντός του κειμένου, τότε έχει τα κυριότερα χαρακτηριστικά στοιχεία της πεζογραφίας του.
Είναι προφανές κατά την ανάγνωση των βιβλίων του ότι ο Ζέμπαλντ οφείλει αρκετά στην λεγόμενη λογοτεχνία του ολοκαυτώματος και έχει αφομοιώσει δημιουργικά συγγραφείς όπως ο Ζαν Αμερύ ή ο Βίκτορ Κλέμπερερ καταφέρνοντας ωστόσο να δημιουργήσει εντός αυτού του θεματικού πλαισίου ένα μοναδικό είδος πεζογραφίας με διαφορετικούς στόχους και σκοπούς που τον καθιστούν άμεσα ξεχωριστό. Εύκολα συμπεραίνει κανείς κατά την ανάγνωση πως πρόθεσή του δεν είναι η λογοτεχνική καταγραφή και η διατήρηση της μνήμης, κάτι που σε τελευταία ανάλυση δεν θα δικαιούτο έτσι κι αλλιώς να κάνει όντας μη πραγματικός μάρτυρας των γεγονότων. Κύριο ζητούμενο είναι η σκηνοθεσία της μνήμης, ο τρόπος και οι δυνατότητες λειτουργίας της, τα όρια της αλλά και η διαλεκτική σχέση που αυτή αναπτύσσει με το παρόν. Η καταστροφή στο έργο του, το τετελεσμένο της καύσης, το απόλυτο της απώλειας είναι ένας μακρινός απόηχος, ένα τρομερό γεγονός που έχουν βιώσει οι πρωταγωνιστές του στο απώτερο παρελθόν. Το αληθινά βιωματικό δεν αναπαρίσταται προς χάριν της διατήρησης αλλά μπλέκεται με στοιχεία μιας φανταστικής βιογραφίας για να δώσει μια καινούργια διάσταση, μια νέα αλληγορία. Ο αναγνώστης δεν σοκάρεται από την φρίκη της διήγησης, απλούστατα γιατί αυτή εκλείπει τα δεινά των ηρώων του Ζέμπαλντ, οι προσωπικές τους διαδρομές μέσα στους δαιδάλους της ιστορίας και υπό την διαρκή σκιά μιας οριστικής απώλειας, μιας ακατάληπτης χοάνης που καραδοκεί για να ρουφήξει τα πάντα στην μαύρη της δίνη, γίνονται μέσα συνειδητοποίησης του ίδιου μας του εαυτού. Ζωγραφικοί πίνακες πυροδοτούν συνειρμούς, αρχιτεκτονικά μοτίβα και σχέδια μπλέκονται με ασαφείς μνήμες των ξεριζωμένων, απάτριδων ηρώων του, προσπαθώντας να συγκροτήσουν σε ενιαίο σώμα μια ζωή που κινδυνεύει να βυθιστεί οριστικά στο σαθρό έδαφος ενός αμφισβητούμενου παρόντος.
Ο Ζέμπαλντ καταφέρνει να δημιουργήσει μια πρόζα απροσποίητης πολυπλοκότητας, μια γραφή γεμάτη αφηγηματικούς μαιάνδρους, ένα παράξενο μίγμα στιβαρής δωρικότητας και υπόγειας λυρικότητας. Ο νομπελίστας Κούτσι έκανε λόγο για «μυστηριώδη ελαφρότητα» του ύφους με την οποία ο Ζέμπαλντ καταφέρνει να ξεχωρίσει θεωρώντας αυτήν ως την πιο ξεκάθαρη απόδειξη της ιδιοφυίας του. Το πρόσωπο του Ιανού, βεβαίως, και η παράλληλη ακαδημαϊκή του ενασχόληση αφήνουν πολλές φορές τα σημάδια τους, μιας και σε ορισμένα σημεία των πεζών του ο φιλόλογος μοιάζει να υποσκελίζει τον συγγραφέα, ορισμένες παρατηρήσεις να παραπέμπουν καταφανώς σε αναγνωρισμένα λογοτεχνικά του πρότυπα χωρίς να έχουν «χωνευτεί» επαρκώς. Όμως τα σημεία αυτά είναι συγκριτικά λίγα και δεν μπορούν να μειώσουν το ειδικό βάρος μιας συγγραφικής οντότητας που αποτέλεσε ένα απ τα βαρύτερα λογοτεχνικά «χαρτιά» των τελευταίων χρόνων με την βαθύνοια και την ωριμότητα των γραπτών του.
Έχοντας καταθέσει ήδη από το 1992 ένα από τα καλύτερα βιβλία του με τίτλο «Οι Ξεριζωμένοι» (στα ελληνικά: ʼγρα, 2006) εκπλήσσοντας με την άφατη μελαγχολία των εβραίων ηρώων του και την έξυπνη ιδιοποίηση των εικόνων-ντοκουμέντων προς ίδιον συγγραφικόν όφελος, γράφοντας ουσιαστικά ένα είδος «αρνητικής» ταξιδιωτικής λογοτεχνίας που θα αναπτύξει και αργότερα στην μεγαλύτερη σύνθεσή του «Αούστερλιτς» (ʼγρα 2007) ο Ζέμπαλντ ανοίγει παράλληλα, με τις παραδόσεις του στο πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, και μια άλλη μεγάλη συζήτηση που αφορά την λογοτεχνική αποτύπωση της τεράστιας καταστροφής των γερμανικών πόλεων από τους μαζικούς βομβαρδισμούς των συμμαχικών δυνάμεων κατά την διάρκεια και προς το τέλος του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Οι παραδόσεις του κυκλοφορούν με τίτλο «Αεροπορικός πόλεμος και λογοτεχνία» και πυροδοτούν ποικίλες αντιδράσεις καθώς και μια ζωηρή συζήτηση για τα όρια, τις ενοχές και την ηθική υποχρέωση μιας εθνικής λογοτεχνίας να καταγράψει και να μην απωθήσει ιστορικές στιγμές με τεράστιες οικονομικές, ψυχικές και πολιτικές προεκτάσεις. Αν και εκ πρώτης όψεως το θέμα μοιάζει να αφορά αποκλειστικά την γερμανική λογοτεχνία, εν τούτοις η προβληματική που αναπτύσσει ο Ζέμπαλντ αλλά και οι επικριτές του στις απαντητικές τους παρεμβάσεις παρουσιάζουν γενικότερο ενδιαφέρον για τους θεωρητικούς και μη της λογοτεχνίας. Το βιβλίο αναμένεται να κυκλοφορήσει προσεχώς και στα ελληνικά συμπληρώνοντας σιγά-σιγά, έστω και με σημαντική χρονική καθυστέρηση, το παζλ του έργου ενός σπουδαίου ευρωπαίου συγγραφέα με οικουμενική διάσταση. Ο πολυβραβευμένος συγγραφέας βρήκε τραγικό θάνατο στις 14 Δεκεμβρίου 2001, όταν το αυτοκίνητο που οδηγούσε συγκρούστηκε με φορτηγό.
Χ.Α.
[Πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος]
Αναρτήθηκε από christos asteriou
ΑΟΥΣΤΕΡΛΙΤΣ
τ.π. : Austerlitz
Μεταφραστής: Μεϊτάνη Ιωάννα
Εκδότης: ʼγρα
Κεντρικό πρόσωπο της πλοκής είναι ένας αινιγματικός ξένος, που άκουει στο όνομα Αούστερλιτς, συνονόματος με την ιστορική τοποθεσία γνωστή από τους Ναπολεόντειους πολέμους και ο οποίος αφηγείται την ιστορία της ζωής του. Αφετηρία είναι ο σιδηροδρομικός σταθμός της Αμβέρσας εκεί όπου ο ήρωας θα συναντηθεί με τον αφηγητή, θα γνωριστούν και στα επόμενα χρόνια θα του εξιστορήσει σε άλλες συναντήσεις την μυθιστορηματική του βιογραφία. Ο Αούστερλιτς αν και ζει χρόνια στο Λονδίνο δεν είναι ʼγγλος. Μικρό Εβραιόπουλο έφτασε στην Ουαλία την δεκαετία του 40, μεγάλωσε μοναχικά με ένα ζευγάρι ηλικιωμένων ανθρώπων και όταν μαθαίνει το πραγματικό του όνομα και την καταγωγή του καταλαβαίνει γιατί αισθάνεται ξένος: Προφανώς δεν με βοηθούσε πολύ που είχα ανακαλύψει την πηγή της ενόχλησης μου, που μπορούσα πολύ καθαρά να δω τον εαυτό μου όλα αυτά τα περασμένα χρόνια, ένα παιδί που το είχαν ξεκόψει από τη μια μέρα στην άλλη από τη ζωή που ήξερε: η λογική δεν μπορούσε να παλέψει με το αίσθημα που πάντοτε το καταπίεζα και τώρα ξεσπούσε βίαια μέσα μου, ότι με είχαν διώξει και με είχαν ξεγράψει. Αυτός ο τρομακτικός φόβος με έπιανε την ώρα που εκτελούσα τις απλούστερες ενέργειες, καθώς έδενα τα κορδόνια μου, καθώς έπλενα τα φλιτζάνια του τσαγιού ή καθώς περίμενα το νερό να βράσει στο τσαγερό. Το ξεδίπλωμα της ιστορίας παντρεύεται ιδιαίτερα επιτυχημένα, προς τέρψιν της αναγνωστικής απόλαυσης με πληθώρα γνώσεων από την αρχιτεκτονική σιδηροδρομικών σταθμών και οχυρών έως συζητήσεις περί βοτανολογίας και ζωολογίας. Το κείμενο εναλλάσσετε και υποστηρίζεται από φωτογραφίες, που ζωντανεύουν την αφήγηση και το ταξίδι στη Γηραιά Ήπειρο είναι συνεχές: από τις Βρυξέλλες στο Λονδίνο, απ΄ το Παρίσι στο ʼμστερνταμ και από τη Λωζάνη στην Πράγα.
Το βασικό χαρακτηριστικό της γραφής του Sebald είναι ότι καταφέρνει να οικειοποιείται τις ιστορίες που συλλέγει και να τις μετατρέπει σε ενιαία αφήγηση με εξαιρετικά μεγάλη μαεστρία. Αιχμαλωτίζει τις αναμνήσεις, ανασύροντας την νοσταλγικότητα τους και αυτό αν μη τι άλλο το κάνει με ένα τρόπο μαγικό όπως παρακάτω: Είχα στ αλήθεια την αίσθηση ότι η αίθουσα αναμονής, που στο κέντρο της στεκόμουν σαν θαμπωμένος, περιείχε όλες τις ώρες του παρελθόντος μου, όλους τους ανέκαθεν καταπιεσμένους, σβησμένους φόβους και τις επιθυμίες μου, σαν να αποτελούσαν οι ασπρόμαυροι ρόμβοι του πέτρινου πατώματος τη σκηνή για την τελική πράξη της ζωής μου, σαν να εκτείνονταν σε ολόκληρο το επίπεδο του χρόνου.