Λέσχη Ανάγνωσης Βιβλιοθήκης Αετοπουλείου, Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2010
Αετοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο |
ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΑΕΤΟΠΟΥΛΕΙΟΥ
Για τον Νοέμβριο επιλέξαμε να διαβάσουμε: |
«Ένα πεινασμένο στόμα» της Λένας Διβάνη |
(εκδόσεις: Καστανιώτη) |
|
επόμενη συνάντηση της Λέσχης Ανάγνωσης, |
την Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2010, ώρα 18:30 |
στο Βιβλιοπωλείο «Μικρός Κοραής» |
|
(Παπάγου 7 & Αριστοφάνους, τηλ. 210 6890 321) |
|
Μαζί μας η συγγραφέας Λένα Διβάνη |
ΛΕΝΑ ΔΙΒΑΝΗ
Βιογραφικό σημείωμα
Γεννήθηκε το 1955. Είναι επίκουρη καθηγήτρια της Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική Σχολή Αθηνών και μέλος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Ασχολείται με τη μελέτη του εθνικισμού και των μειονοτήτων και έχει δημοσιεύσει τέσσερις ιστορικές μελέτες.
Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1990. Το 1995 η πρώτη της συλλογή διηγημάτων με τίτλο Γιατί δε μιλάς για μένα; απέσπασε το βραβείο ‘Μαρίας Ράλλη’ για πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς. Τον Απρίλιο του 2000 κυκλοφόρησε στα ισπανικά το μυθιστόρημα ‘Οι γυναίκες της ζωής της’ και τον Σεπτέμβριο θα δημοσιευτεί στα γερμανικά το διήγημα ‘Καφές με τη Σαμάνθα’, στον τόμο Die Erben des Odysseus. Griechische Erzahlungen der Gegenwart του 2001 από τον Deutsher Taschenbuch Verlag.
Συνεργάστηκε με το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου στις βιβλιογραφικές προτάσεις), το Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού και την ΕΡΑ 5 (για την ελληνική διασπορά) και το Υπουργείο Εξωτερικών. Έχει αρθρογραφήσει στα ΝΕΑ για θέματα διεθνούς πολιτικής και στο περιοδικό ELLE.
Εργογραφία Λένας Διβάνη
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
1. Γιατί δε μιλάς για μένα, διηγήματα, Αθήνα, Νεφέλη, 1995. Σελ. 120. ISBN: 960-211-207-7.
2. Οι γυναίκες της ζωής της, μυθιστόρημα, Αθήνα, Καστανιώτης, 1997. Σελ. 350, ISBN: 960-03-1783-6.
3. Εργαζόμενο αγόρι, μυθιστόρημα, Αθήνα, Καστανιώτης, 2000. Σελ. 366, ISBN: 960-03-2714-9.
ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ
4. Έρωτας σε πρώτο πρόσωπο, συλλογικό έργο. Συμμετοχή με το διήγημα ‘Μπαλί, μπακάρντι, Μπάρμπαρα’, Αθήνα, Κέδρος, 1997. ISBN: 960-04-1420-3.
ΙΣΤΟΡΙΑ
1. Η πολιτική των εξορίστων πολιτικών κυβερνήσεων 1941-1944, Αθήνα, Αντ. Σάκκουλας, 1992. Σελ. 322. ISBN: 960-232-012-5.
2. Ελλάδα και μειονότητες, Το σύστημα διεθνούς προστασίας της Κοινωνίας των Εθνών. Aθήνα, Νεφέλη, 1995. Σελ. 390, ISBN: 960-211-229-8. (Επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις Καστανιώτη το 1999. Σελ. 390, ISBN: 960-03-2491-3).
3. Δωδεκάνησος, Η μακρά πορεία προς την ενσωμάτωση, (σε συνεργασία με τη Φ. Κωνσταντοπούλου), Υπουργείο Εξωτερικών- Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, Καστανιώτης, 1996. Σελ. 448, ISBN: 960-03-1727-5.
4. Η εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδας (1830-1947), απόπειρα πατριδογνωσίας, Αθήνα, Καστανιώτης, 2000. Σελ. 716, ISBN: 960-03-2902-8.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
1. Las mujeres de su vida, (traduction de Nati Galvez), Alfagura, 2001, p. 335, ΙSBN 84-204-4183-Χ.
2. Τhe Dodecanese. The long road to Union with Greece. Diplomatic documents, (researched and edited by L. Divani – Ph. Constantopoulou), Ministry of Foreign Affairs – University of Athens, Kastaniotis, 1997.
ΛΕΝΑ ΔΙΒΑΝΗ, Ένα πεινασμένο στόμα, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 349
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Kυνηγώντας το «ελληνικό όνειρο»
Ημερομηνία δημοσίευσης: 18/07/2010
ΤΗΣ ΒΙΒΗΣ ΖΩΓΡΑΦΟΥ-ΠΟΝΣΕ
To νέο μυθιστόρημα της Λένας Διβάνη αναφέρεται στην ιστορία ενός νέου, μετανάστη από την Αλβανία, που έχει όνειρο να γίνει μεγαλοδικηγόρος στην Ελλάδα και αναστατώνει τη ζωή μιας μεγαλοαστικής οικογένειας της Αθήνας. Πρόκειται για μια ιστορία κοινωνικής αναρρίχησης. Την συγγραφέα την ενδιαφέρει ο τρόπος που ο νεαρός αυτός επιλέγει να περάσει από το περιθώριο στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, και το ψυχολογικό φορτίο που κουβαλούν οι ήρωές της, στο βαθμό, ωστόσο, που αυτό εκφράζεται μέσα από τις πράξεις και τα λόγια τους.
Ο πρωταγωνιστής της, ο Γιάννης, που διανύει τη δεύτερη δεκαετία της ζωής του, μπαίνει στη ζωή του Χρήστου, μεσήλικα καθηγητή νομικής, με σκοπό να γίνει σαν κι αυτόν. Σταδιακά, γνωρίζεται με την οικογένειά του, εργάζεται στο δικηγορικό του γραφείο και γίνεται το μόνο του αποκούμπι στη ζωή. Γιατί ο Χρήστος, παρά την οικονομική, επαγγελματική και κοινωνική του καταξίωση, έχει πολλά προσωπικά προβλήματα, όπως μοναξιά, έλλειψη επικοινωνίας με τη γυναίκα και το παιδί του, και άλλα ακόμα που θα τον συναντήσουν στην εξέλιξη του μυθιστορήματος.
Ο τίτλος του μυθιστορήματος εκφράζει και την άποψη της συγγραφέως για τον πρωταγωνιστή της. Ένα πεινασμένο στόμα συνειρμικά παραπέμπει σε σκύλο που γλύφει τα πεζοδρόμια -βγάζοντας και το χαρακτηριστικό εκείνο λαχανιασμένο ήχο- για να χορτάσει την πείνα του. Πράγματι, το μοτίβο του σκύλου το χρησιμοποιεί η συγγραφέας τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη δομή του μυθιστορήματος. Ο Γιάννης εργάζεται ως εκπαιδευτής σκυλιών, για να βγάλει τα προς το ζην, μέσα από έναν σκύλο θα κάνει τη γνωριμία με τον πανεπιστημιακό καθηγητή, και ένας σκύλος θα παραμείνει ο μοναδικός του φίλος μέχρι το τέλος. Εκτός από το περιεχόμενο, το μοτίβο του σκύλου συναντάται και στη δομή του μυθιστορήματος. Μια σειρά από συμβουλές για το πώς εκπαιδεύεται ένας σκύλος τελούν χρέη επικεφαλίδας στα κεφάλαια του μυθιστορήματος, χωρίς ωστόσο να καθορίζουν σε απόλυτο βαθμό το περιεχόμενό τους. Μοιάζει περισσότερο με παιχνίδι που δίνει μια νότα σκωπτική, καθώς ο αναγνώστης βλέπει πόσο ταιριάζουν οι συμβουλές αυτές και στις ισορροπίες που δημιουργούνται μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις.
Τα κεφάλαια είναι γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο, με τον αφηγητή να εναλλάσσεται ανάμεσα στον Χρήστο και τον Τάκη. Η ιστορία εξελίσσεται καθώς ο ένας δίνει τη σκυτάλη της εξιστόρησης στον άλλον. Η φωνή του Γιάννη είναι επιτυχής. Αντιλαμβανόμαστε τη μαγκιά, την οργή, την αδίστακτη φύση αυτού του νέου, τη φωτιά που τον καίει μέσα από τον λόγο του. Στο μυθιστόρημα αυτό, ο λόγος παίζει πολύ σημαντικό ρόλο και είναι εξίσου, αν όχι και πιο καθοριστικός κι από την ίδια την πλοκή.
Η πλοκή είναι επίσης καλά δουλεμένη. Η εισβολή του Γιάννη στη ζωή του Κρεμόπουλου πυροδοτεί καταστάσεις όπου η μία γεννιέται από την προηγούμενή της. Το μυθιστόρημα αποκτά ένα συνεχές ενδιαφέρον από την στιγμή που «χάνεται» ο σκύλος. Οι αρχικές σελίδες, όμως, βρίσκουν τους πρωταγωνιστές ήδη φτιαγμένους, ενώ το θέμα της ιστορίας δεν έχει ακόμα τεθεί, και αυτό κάνει την ανάγνωσή τους κάπως μηχανική. Ίσως ένας λιγότερο έντονος χρωματισμός των ηρώων, του λόγου τους και των καταστάσεων από την αρχή, με χαρακτήρες που επιτρέπουν στον αναγνώστη να τους χαρακτηρίσει ο ίδιος, να του επέτρεπαν να εμπλακεί στην ιστορία πιο νωρίς.
Οι καταστάσεις δεν ακολουθούν μονάχα μια φυσιολογική πορεία, την οποία εκτιμούμε ως δείγμα καλής πλοκής. Αλλά, επίσης, διαθέτουν εγγυημένη γοητεία: ο θάνατος της μάνας και η ανάγκη για συντροφιά σε αυτή τη δύσκολη στιγμή, το παράνομο πήδημα στο ξενοδοχείο, κ.ά. Αλλά και η ιστορία ολοκληρώνεται με τρόπο ώστε ο αναγνώστης να κλείσει το βιβλίο έχοντας καθησυχάσει τους φόβους του.
Το μυθιστόρημα της Διβάνη είναι ένα αστικό μυθιστόρημα. Αστικό, αφενός με την έννοια ότι διαδραματίζεται μέσα στην πόλη της Αθήνας, και μάλιστα σε πολύ χαρακτηριστικά, καλτ σημεία της: το μπαράκι «Γκάλαξυ», οι δρόμοι γύρω από τον Λυκαβηττό. Αφετέρου, γιατί η ολοκλήρωση της ιστορίας έχει φέρει ψυχολογικά τον αναγνώστη σε μια κατάσταση όπου «ο φόβος φυλάει τα έρμα». Η απειλή έχει αποκρουστεί και η οικογένεια μπορεί και να ξαναβρεί την ευτυχία της στο μέλλον. Στην αντίθετη περίπτωση, η απειλή θα παρέμενε συνεχώς παρούσα. Ο Γιάννης να κρατά αιωνίως τον Χρήστο υποχείριό του, μακριά από την οικογένειά του, με μόνο «φίλο» και συμβουλάτορα τον ίδιο. Τέλος, όσο κι αν η επιλογή ενός εξαθλιωμένου αλβανού μετανάστη λύνει πολλά προβλήματα για την δραματικότητα της ιστορίας, δεν παύει, εξ αντιδιαστολής, να θυμίζει και ένα κάρο έλληνες πιτσιρικάδες, όχι μόνο λαϊκούς αλλά και αστούς, που θα έκαναν τα πάντα για να γίνουν «επώνυμοι» και φραγκάτοι. Αλλά αυτό, φυσικά, θα ήταν μια άλλη ιστορία.
Συνοψίζοντας, το μυθιστόρημα της Διβάνη είναι ένα ενδιαφέρον, καλογραμμένο μυθιστόρημα με δουλεμένη πλοκή, με δυνατή εσωτερική φωνή για τον πρωταγωνιστή της και με πλούσιο αφηγηματικό υλικό. Η συγγραφέας δεν φείδεται παράλληλου πραγματολογικού υλικού, το οποίο αγκαλιάζει τη βασική της ιστορία, δημιουργεί γέφυρες με τη σύγχρονή μας κοινωνική πραγματικότητα (π.χ. οι αυτοκτονίες στην Αγγλία ως καθημερινό φαινόμενο, οι ισορροπίες μέσα στην ακαδημαϊκή κοινότητα, κ.ά.) και το οποίο υλικό κάνει το βιβλίο της μυθιστόρημα, με την παραδοσιακή έννοια του όρου.
Η Βιβή Ζωγράφου-Πόνσε είναι δημοσιογράφος
Μια αγέλη σε κρίση
Γράφει ο Μανώλης Πιμπλής από ΤΑ ΝΕΑ- online
Μια κοινωνία αφασική εκτός ορίων αποκαλύπτεται στο- με στοιχεία ψυχολογικού θρίλερ – νέο μυθιστόρημα της Λένας Διβάνη, όπου πρωταγωνιστούν η υποκρισία του μεγαλοαστού, η αδηφαγία του στερημένου καθώς και ένα πανεπιστήμιο ίντριγκας και διαφθοράς.
Oι σκύλοι, λέει ένας κεντρικός ήρωας της Λένας Διβάνη, βλέπουν την οικογένεια που τους υιοθετεί σαν μια αγέλη. Ψάχνουν τον αρχηγό της αγέλης και αν δεν τον βρουν, γίνονται αυτοί οι αρχηγοί. Οπότε κατουρούν όπου βρουν, γαβγίζουν όποτε τους καπνίσει και, άμα βρουν κενή θέση στο διπλό κρεβάτι, εγκαθίστανται εκεί σαν βασιλιάδες. Τι γίνεται όμως με τους ανθρώπους; Αυτοί, συχνά συμπεριφέρονται σαν τους προγόνους των σκύλων, τους λύκους. Γιατί αν μη τι άλλο, ο σκύλος, αν τον ταΐζεις, είναι πιο πιστός από τον άνθρωπο. Ένας λιπόσαρκος άστεγος, στο ίδιο πάντα βιβλίο, είναι ξαπλωμένος σε μια είσοδο πολυκατοικίας αγκαλιά με τον καλοθρεμμένο σκύλο του. Καθόλου παράξενο. Ο άστεγος ξέρει, και ό,τι τροφή βρίσκει τη δίνει πρώτα στον σκύλο.
Γι αυτό και το Ένα πεινασμένο στόμα της Λένας Διβάνη είναι μια ανατομία της ανθρώπινης αγέλης. Ο κεντρικός της ήρωας, ο τελειόφοιτος της Νομικής Γιάννης Γεωργιάδης, εκπαιδευτής σκύλων για να κερδίζει τα προς το ζην στη διάρκεια των σπουδών του, μπαίνει σε ένα κολωνακιώτικο σπίτι και το κάνει γης μαδιάμ. Με τη μέθοδο που εκπαιδεύει τους σκύλους, καταφέρνει και αποκτά την εμπιστοσύνη των μελών της οικογένειας και τους κάνει να εξαρτηθούν από αυτόν. Τα βαθύτερα κίνητρά του δεν είναι από την αρχή αντιληπτά, εν πάση περιπτώσει όμως πρόκειται για έναν πολύ έξυπνο, αδίστακτο άνθρωπο που βάζει ένα προσωπικό στοίχημα και το φτάνει στα άκρα.
Όλα ξεκινούν από μια τυχαία βραδινή συνάντηση στον Λυκαβηττό. Ο Γεωργιάδης έχει βγάλει βόλτα το πιστό του πίτμπουλ και συναντάει έναν μεσήλικο που σέρνεται από ένα ερντέιλ τεριέ. Αμέσως αντιλαμβάνεται, λόγω επαγγέλματος, ότι ο σκύλος αυτός δεν ήταν προσωπική επιλογή του κυρίου αυτού, και ότι η γυναίκα του που μάλλον αποφάσισε να πάρει έναν τέτοιο σκύλο για ασφάλεια, δεν έχει ιδέα από τα τετράποδα αυτά ζώα. Εντυπωσιάζει λοιπόν τον μεσήλικο με τις γνώσεις του για τους σκύλους, και τον πείθει να τον χρησιμοποιήσει ως εκπαιδευτή για να μην ξεσηκώνει άλλο το τεριέ τη γειτονιά από τα γαβγίσματα. Ο μεσήλικος, ονόματι Χρίστος Κρεμόπουλος, τυγχάνει καθηγητής της Νομικής και από τους γνωστότερους δικηγόρους της Αθήνας. Η σύζυγός του, η Μαριτίνα, είναι η εύθραυστη κόρη- που δεν έχει δουλέψει ποτέ- ενός άλλου νομικού και πανεπιστημιακού, με υψηλές πολιτικές θέσεις στο παρελθόν.
Ύστερα από λίγο καιρό ο νεαρός δικηγόρος- εκπαιδευτής καταφέρνει να γίνει ο απαραίτητος βοηθός του καθηγητή και ο παθιασμένος εραστής της γυναίκας του. Τα θέλει όλα, γιατί ξεκίνησε από χαμηλά και είναι πεινασμένος. Το σαρωτικό του πέρασμα ισοδυναμεί με καταλύτη αποκαλύψεων σε μια κοινωνία υποκρισίας. Έρχεται από έναν παράλληλο, άγνωστο στους αστούς, κόσμο φτώχειας και ανοίγει την κουρτίνα για να δούμε τι κρύβεται από πίσω. Τι βρίσκει; Γάμους από συμφέρον, πατεράδες εξουσιαστές, γυναίκες σε νευρική κρίση, γκουβερνάντες σε ρόλο μητέρας, γιους κατεστραμμένους. Βρίσκει επίσης ένα διεφθαρμένο πανεπιστήμιο, όπου πωλούνται βαθμοί με κυκλώματα στα οποία μετέχουν διοικητικοί υπάλληλοι, καθηγητές, φοιτητές. Η δράση γρήγορη, συχνά καταιγιστική, και το μυθιστόρημα διαβάζεται χωρίς ανάσα. Το μεγαλύτερό της επίτευγμα είναι τα ψυχολογικά πορτρέτα των πρωταγωνιστών, ιδίως των μελών της οικογένειας Κρεμόπουλου, ενώ το σασπένς διατηρείται μέχρι τέλους, χάρη στις άγνωστες, ακραίες, τελικές προθέσεις του Γεωργιάδη. Όσο για το μήνυμα, σαφές. Τα όρια έχουν προ πολλού ξεπεραστεί. Εξού και η διάλυση.