Λέσχη Ανάγνωσης Βιβλιοθήκης Αετοπουλείου, Τετάρτη 21 Απριλίου 2010
Αετοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο |
ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΑΕΤΟΠΟΥΛΕΙΟΥ
Για τον Απρίλιο επιλέξαμε να διαβάσουμε: |
«Με θέα τη ζωή» της Ισμήνης Καπάνταη |
(εκδόσεις: Καστανιώτη) |
Επόμενη συνάντηση της Λέσχης Ανάγνωσης |
|
την Τετάρτη 21 Απριλίου, ώρα 18:30 |
|
στο Βιβλιοπωλείο «Μικρός Κοραής» |
(Παπάγου 7 & Αριστοφάνους, τηλ. 210 6890 321) |
Μαζί μας η συγγραφέας Ισμήνη Καπάνταη |
Ισμήνη Καπάνταη
Η Ισμήνη Καπάνταη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1939. Παντρεύτηκε τον Βάσο Καπάνταη και έχει έναν γιό. Έργα της: Επτά φορές το δαχτυλίδι (1989), Απειρωτάν και Τούρκων, μυθιστόρημα (1990), Η Ιστορία της Ιόλης, μυθιστόρημα (1992), Που πια καιρός, μυθιστόρημα (1996), Στο Κρυφό Σχολειό, παιδικό (1997), Ιωνία (Οι Έλληνες στη Μικρασία), λεύκωμα (1997), Εκκλησίες στην Κωνσταντινούπολη, λεύκωμα, δίγλωσση έκδοση (1999), Η Φλώρια των νερών, μυθιστόρημα (1999), Το άλας της Γης, μυθιστόρημα (2002), Eμείς έχουμε εμάς, μυθιστόρημα (2007), Oκτώ φορές το δαχτυλίδι (2008) και Kυνική ιστορία (2008).
Έχουν μεταφρασθεί: Επτά φορές το δαχτυλίδι, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Mc Gill, Μόντρεαλ 1994 και Βαλκανική Βιβλιοθήκη, Σόφια 2005 Απειρωτάν και Τούρκων, Εκδόσεις Ορφελίν, Βελιγράδι 1995 (αυτή την περίοδο μεταφράζεται και στα αγγλικά) Ιωνία (Oι Έλληνες στη Μικρασία), Αδάμ, 1999 Η Φλώρια των νερών (αγγλικά) 2002, για την οποία ο μεταφραστής Rick Newton έλαβε το βραβείο Elizabeth Constantinides Translation Prize του Modern Greek Studies Association Eμείς έχουμε εμάς, Crocetti Editore, Mιλάνο, 2009.
Μεταφράσεις: Τα πουλιά του αθώου δάσους (The Birds of the Innocent Wood) της Deirdre Madden, 2003 ʼνθη του Λόγου (Champ Fleury) του Geofroy Tory, βασιλικού τυπογράφου του Φραγκίσκου Α΄ της Γαλλίας, 2005.
Διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά έχει γράψει επίσης κείμενα για ντοκιμαντέρ.
Tιμήθηκε με το Βραβείο Χριστιανικών Γραμμάτων (1990) και με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1992) για το μυθιστόρημα Απειρωτάν και Τούρκων.
Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν:
Με θέα τη ζωή, 2009
Απειρωτάν και Τούρκων, 2009
Κυνική ιστορία, 2008
Οκτώ φορές το δαχτυλίδι, 2008
Εμείς έχουμε εμάς, 2007
Το άλας της Γης, 2002
Η Φλώρια των νερών, 1999
Με θέα τη ζωή
Μυθιστόρημα
H Σοφία είναι ένα «διαφορετικό» αλλά και ευλογημένο πλάσμα. Ζει τη ζωή της φορτωμένη με ενοχές και υπομένει στωικά τη μοίρα της, έχοντας επιλέξει για τον εαυτό της τον ρόλο του θεατή. Λίγοι της δίνουν σημασία, αλλά και αυτή συγκρατεί λιγότερα, γιατί έχει μάθει να επιλέγει, και να θυμάται ό,τι επέλεξε. Έτσι αντιστέκεται στη θύελλα του 20ού αιώνα, στη μοναξιά, στον έρωτα και στη ματαίωση, γράφοντας η ίδια την ιστορία της από την αρχή: την ιστορία μιας οικογένειας που έζησε την άνοδο και την πτώση της, την αίγλη αλλά και την παρακμή μιας ολόκληρης εποχής. Το βιβλίο αυτό είναι η φωνή της, και στις σελίδες του φυλάσσονται όσα βίωσε πίσω από το γυάλινο τείχος που ύψωσε από μικρή. Όμως, ταυτόχρονα είναι, κατά κάποιον τρόπο, και η εξόφληση ενός χρέους απέναντι σ εκείνους που ξενιτεύτηκαν μέσα στον ίδιο τους τον τόπο και δεν ανήκουν πλέον πουθενά.
Δ. Π.
Με αυτό το βιβλίο η Ισμήνη Καπάνταη εγκαταλείπει τον μέχρι σήμερα γνωστό μυθιστορηματικό της κόσμο. Κατά σύμπτωση, συμπληρώνει εφέτος είκοσι χρόνια συγγραφικής παρουσίας και η στροφή της μακράν του κατακτημένου εδάφους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ρίσκο. Η Καπάνταη, ωστόσο, αποτέλεσε ανέκαθεν ιδιαίτερη περίπτωση στον χώρο της πεζογραφίας. Ξεκίνησε σε ώριμη ηλικία, με κατασταλαγμένο ενδιαφέρον για συγκεκριμένη περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Θεματικά κινείται στους περίπου τέσσερις αιώνες που μεσολαβούν από την ʼλωση της Πόλης μέχρι την Επανάσταση του 1821. Αν και το ’21 μόλις που το αγγίζει σ’ ένα από τα πρώτα μυθιστορήματά της. Από αυτήν τη μακριά, αλλά ελλιπώς μελετημένη περίοδο, που ποτέ δεν είλκυσε ιδιαίτερα τους μυθιστοριογράφους, η Καπάνταη άντλησε ουκ ολίγες ιστορίες και θρύλους. Το απόθεμά της θα πρέπει να ήταν μεγάλο, αφού υιοθέτησε εξαρχής αυτό που σήμερα αποκαλούμε επαγγελματικό ρυθμό στην έκδοση των βιβλίων της, γράφοντας συνολικά εφτά μυθιστορήματα κι ένα παιδικό. Το πώς αποφάσισε να καταπιαστεί με τη μυθιστοριογραφία, κυρίως, όμως, το γιατί έδειξε τόση προσήλωση στον ελληνικό κόσμο της Τουρκοκρατίας, εικάζουμε ότι το οφείλει στον σύζυγό της, τον γλύπτη Βάσο Καπάνταη. ʼλλωστε, το εξομολογείται εμμέσως και η ίδια στο τρίτο μυθιστόρημά της, «Η ιστορία της Ιόλης», που έγραψε αμέσως μετά τον θάνατό του, στις 18 Δεκεμβρίου 1990. Ο Καπάνταης ήταν «ένας πείσμονας περγαμηνός πρόσφυγας», όπως αποκαλούσε τον εαυτό του, που έστησε στον ελλαδικό χώρο επιβλητικές γλυπτές μορφές στραμμένες προς τις «χαμένες πατρίδες». Μαζί με αυτές, φαίνεται πως ενεποίησε στην Καπάνταη τον ψυχισμό ενός Ιωνα, που ήρθε και έδεσε με το συγγραφικό της ταλέντο.
Όπως και να έχει, εφέτος η Καπάνταη αποπειράται στροφή από το ιστορικής πνοής μυθιστόρημα προς το πιο κοινωνικό και συγχρόνως, από την περίοδο της Τουρκοκρατίας μετατοπίζεται στον 20ό αιώνα. Βεβαίως, προηγήθηκε πέρυσι το ψυχαγωγικό μυθιστόρημα «Κυνική ιστορία». Όμως, εκείνο μπορεί να εκληφθεί και ως μια πρώτη δοκιμαστική απόπειρα, χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις. Από μια άποψη, αυτή η στροφή ίσως να μην είναι και τόσο θεαματική, αφού πάντοτε ενδιαφερόταν για τη μικροϊστορία, παρακάμπτοντας τις ιστορικές προσωπικότητες και τα μείζονα ιστορικά συμβάντα. Την καθημερινή ζωή στους παλαιότερους αιώνες προσπαθούσε να ανασυνθέσει στα ιστορικά της μυθιστορήματα. Αντιστοίχως, στο πρόσφατο, εστιάζοντας, όπως συνηθίζει, στη ζωή μιας γυναίκας, αναπλάθει την καθημερινότητα στη δεκαετία του ’30 και στην Κατοχή, αναδεικνύοντας, στη συνέχεια, τις αλλαγές που επήλθαν κατά τη διάρκεια μισού και πλέον αιώνα αστικοποίησης.
Ταυτόχρονα, ακολουθεί την τάση μιας μερίδας ιστορικών να σχεδιάζουν γενεαλογικά δέντρα και να συγκροτούν τα ιστορικά οικογενειών. Στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος παραθέτει εν εκτάσει τη διαδρομή τριών οικογενειών. Των δύο βασικών, δηλαδή του πατέρα και της μητέρας της ηρωίδας, και ακόμη, της πρώτης συζύγου του πατέρα της, που πέθανε νωρίς, αλλά άφησε δύο γιους και μια κουνιάδα ως πρόσθετα μέλη τής μετέπειτα οικογένειάς του. Αυτό το πολυπρόσωπο μυθιστορηματικό σύνολο της δίνει τη δυνατότητα να δείξει και πάλι την εύνοιά της στους Μικρασιάτες. Όταν μοιράζει τους ρόλους, οι ανοιχτόμυαλοι στην Αθήνα του Μεσοπολέμου είναι οι πρόσφυγες και οι πρώτοι ανάμεσά τους κρατάνε από το Αϊβαλί. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι Ελλαδίτες καταχωρίζονται στους κακούς. Ως μυθιστορηματικοί χαρακτήρες είναι, πάντως, πιο περίπλοκοι σε σχέση με τους άλλους, που προβάλλουν κάπως μονοδιάστατοι.
Όμως, το βασικό αφηγηματικό εγχείρημα τής συγγραφέως είναι το πλάσιμο της ηρωίδας της. Πρόκειται για ένα κορίτσι που γεννιέται στα χρόνια της Κατοχής και αρχικά δείχνει φιλομάθεια, έτσι όπως ρωτάει και ξαναρωτάει τη σημασία μιας λέξης, που τυχαίνει να του εντυπωθεί. Παρ’ όλα αυτά, στο σχολείο, εμφανίζει μαθησιακά προβλήματα. Οι γονείς του συμβουλεύονται ειδικούς, μέχρι κι έναν παιδοψυχίατρο, είδος που θα πρέπει να σπάνιζε εκείνα τα χρόνια, όμως η ετυμηγορία ελάχιστα παραλλάσσει. Είναι ένα διαφορετικό παιδί, το οποίο, χωρίς δεύτερη σκέψη, χαρακτηρίζεται προβληματικό. Και ως προβληματικό το μεγαλώνει η οικογένεια: με κατ’ οίκον μαθήματα, μ’ έναν γάμο που διευκολύνει μια γερή προίκα και αργότερα, όταν ο σύζυγος αποδεικνύεται προικοθήρας, με ένα, κατ’ επιταγή της οικογένειας, διαζύγιο. Μέσα από την αφήγηση προβάλλει μια γυναίκα γεμάτη ενοχές, αποκλεισμένη διά βίου στο γυάλινο κλουβί της οικογένειας. Για τις ανάγκες της μυθοπλασίας, παρά την ολοένα και μεγαλύτερη συνειδητοποίηση του εαυτού της, δεν καταφεύγει σε ψυχοθεραπευτή, αλλά μένει παρατηρητής της οικογένειας.
Θα μπορούσε να πει κανείς χονδρικά ότι θέμα του μυθιστορήματος είναι η ιστορία μιας γυναίκας ή και μιας οικογένειας Ωστόσο, εκείνο στο οποίο, ηθελημένα ή όχι, παραπέμπει η Καπάνταη είναι αυτός καθεαυτόν ο θεσμός της οικογένειας. Επιλέγοντας ως ηρωίδα ένα παιδί με ιδιαιτερότητες, δείχνει τον καθοριστικό ρόλο των γονέων και των λοιπών προσώπων που ζουν κάτω από την ίδια στέγη. Με άλλα λόγια, επαναφέρει το ερώτημα κατά πόσο η οικογένεια συνιστά για τα μέλη της σκέπη και καταφύγιο, ή μήπως αποτελεί εστία πλεγμάτων και νευρώσεων, όπως υποστηρίζει η αντιψυχιατρική τού Ρόναλντ Λάινγκ. Η απάντηση δίνεται πλαγίως, μέσα από τις σκέψεις της ηρωίδας, η οποία και συνιστά το μεγάλο ατού του βιβλίου. Ταυτόχρονα, όμως, πιστεύουμε πως αποτέλεσε και παγίδα κατά τη συγγραφή, καθώς στάθηκε, ως έναν τουλάχιστον βαθμό, δεσμευτική της μυθιστορηματικής μορφής.
Το μυθιστόρημα αποτελείται από τρία, φαινομενικά αυτοτελή, μέρη. Το τρίτο και βασικότερο εμφανίζεται σαν πόνημα της ηρωίδας, που καταγράφει όσα συμβαίνουν, φιλοδοξώντας να δώσει τροφή στους ιστορικούς του μέλλοντος. Η ιδέα υποτίθεται πως της ήρθε όταν έμαθε πως οι ιστορικοί, «ʼγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι», αναδιφούν σε αρχεία και άσημων οικογενειών για να δημιουργήσουν, συγκολλώντας τις ψηφίδες, το πρόσωπο της άλφα χώρας κατά τον τάδε παρελθόντα αιώνα. Και πράγματι, έτσι παρουσιάζεται το τρίτο μέρος του βιβλίου, όπου η ηρωίδα αφηγείται την ενήλικη ζωή της. Μάλιστα, για να δικαιολογήσει την αυτολεξεί παράθεση των διαλόγων, ισχυρίζεται πως τους στήνει με δικά της λόγια. Τα δύο, όμως, πρώτα μέρη του βιβλίου ξεφεύγουν από αυτήν τη μορφή. Σε αυτά, η αφήγηση είναι στο τρίτο πρόσωπο και παρακολουθεί τις σκέψεις της ηρωίδας. Μοιάζει με εσωτερικό μονόλογο, όπου η συγγραφέας εκμεταλλεύεται τους ελεύθερους συνειρμούς, στους οποίους οδηγεί την ηρωίδα μια λέξη, για να κάνει τις παρελθοντικές αναδρομές. Ενώ υπάρχουν και κεφάλαια στα οποία εγκαταλείπει τον μίτο που της προσφέρει η ηρωίδα της και εμφανίζεται ως παντεπόπτης αφηγητής. Ωστόσο, η εσωτερική συνέπεια της μυθοπλασίας πιστεύουμε ότι θα απαιτούσε μια διαφορετική μορφή.
Πάντως, το μυθιστόρημα ξεκινά με το άνοιγμα της διαθήκης ενός θείου εφοπλιστή και τελειώνει με τα δεσμευτικά επακόλουθα των τελευταίων επιθυμιών του για τα μέλη της οικογένειας. Εκ πρώτης όψεως, τα μυστικά που μπορεί να κρύβει μια διαθήκη είναι ένας τρόπος για να δημιουργηθεί το αναγκαίο, σε κάθε μυθιστόρημα, σασπένς. Ταυτόχρονα, όμως, δίνει την ευκαιρία να σχολιαστεί η τύχη τής άλλοτε ποτέ πατριαρχικής οικογένειας. Το μυθιστόρημα δείχνει την ισχύ της στον Μεσοπόλεμο και στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Περιγράφει, στη συνέχεια, την αποδυνάμωσή της, με τη χειραφέτηση των παιδιών, που περιφρονούν την εμπειρία των ηλικιωμένων. Και καταλήγει στην εποχή μετά την κρίση στο Χρηματιστήριο. Τότε η οικογένεια επανασυνδέεται, πειθαρχώντας στις βουλές του νεκρού διαθέτη. Αυτή τη φορά, όμως, όχι λόγω συναισθηματικής και ηθικής υποχρέωσης, αλλά λόγω οικονομικής στενότητας. Εισέρχεται, δηλαδή, ο οικονομικός παράγοντας και ανατρέποντας τους νεωτερισμούς στα οικογενειακά ήθη, λειτουργεί ως στοιχείο ανασυγκόλλησης στα διασκορπισμένα οικογενειακά μέλη. Τελικά, η Καπάνταη κατόρθωσε να κινηθεί και στον 20ό αιώνα με την ίδια ικανότητα που είχε επιδείξει στα ιστορικά της μυθιστορήματα.
Από τη Μ. Θεοδοσοπούλου