Title Image

Λέσχες Ανάγνωσης Βιβλιοθήκης Αετοπουλείου, Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008

Λέσχες Ανάγνωσης Βιβλιοθήκης Αετοπουλείου, Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008





 

 


Αετοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο
Δήμου Χαλανδρίου
Φιλικής Εταιρείας & Τομπάζη 18
Τηλ.210 6820464


 


 


ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ





































 Για το Δεκέμβριο επιλέξαμε να διαβάσουμε :


 


 «Η Μαρία των Μογγόλων» της Μαριάννας Κορομηλά


 


 (εκδ. Πατάκη)


 


 


 


 Επόμενη συνάντηση της Λέσχης Ανάγνωσης


 


 την Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008, ώρα 18:30


 στο βιβλιοπωλείο «Μικρός Κοραής»


 


 (Παπάγου 7 & Αριστοφάνους, Χαλάνδρι τηλ. 210 6890321)


 


 Μαζί μας θα είναι η συγγραφέας του βιβλίου.



Μαριάννα Κορομηλά Η Μαρία των Μογγόλων (εκδ. Πατάκης)


[Η Μαριάννα Κορομηλά γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949. Έχει σπουδάσει Ιστορία και Φιλοσοφία στο Παρίσι. Έχει εργαστεί ως ξεναγός, παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών, καθώς και έχει διατελέσει αντιπρόεδρος του Σωματείου Ξεναγών και μέλος της ελληνικής επιτροπής της UNESCO. Είναι ιδρυτικό μέλος του Ινστιτούτου Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών και της Πολιτιστικής Εταιρείας Πανόραμα. Συνεργάζεται με ελληνικά και ξένα έντυπα. Έχει εκδώσει τα εξής βιβλία: «Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα» (1988, ʼγρα 2005), «Τέσσερεις ιστορίες για μία χαμένη πανσέληνο» (1989), «Οι Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα από την εποχή του Χαλκού ως τις αρχές του 20ου αιώνα» (1991), «Η ύστατη αγωνία της βυζαντινής πρωτεύουσας» (1992), «Θρακική Τοπογραφία» (1994), «Ερυθραία, ένας ευλογημένος μικρόκοσμος στην καρδιά της Ιωνίας» (συλλογικό, 1997), «Πόντος – Ανατολία» (Μπρατζιώτης 1989) και «Εν τω σταδίω» (ʼγρα 2004). Το 1981 επιμελήθηκε την «Αθηναϊκή Περιπέτεια» των Γεωργίου και Λάμπρου Κορομηλά]


Σύντομη περιγραφή
Εξοικειώθηκα με το ιστορικό γίγνεσθαι, καλλιέργησα τους τρόπους για να το διηγούμαι, έγινα παραμυθάς, αλλά δεν ξέρω να κατασκευάζω παραμύθια. Τα λέω όπως τα έζησα, επειδή έμαθα να ακούω τους άλλους. Κι έμαθα να σέβομαι τις πολλαπλές ερμηνείες, τις διαφορετικές προσεγγίσεις, τις αντιφατικές εξιστορήσεις να εξετάζω όλες τις όψεις, καθώς αποκαλύπτονται ακολουθώντας δικούς τους ρυθμούς – με πλήρη συνείδηση ότι οι βεβαιότητες είναι ανατρέψιμες ανά πάσα στιγμή κι ότι τα ενδεχόμενα καιροφυλακτούν στη στροφή του δρόμου. Συνήθισα να πετιέμαι από τον ένα χώρο στον άλλο, να κάνω συνδυασμούς και συσχετισμούς, να παρασύρομαι από συνειρμούς, να κινούμαι από τον παρελθόντα χρόνο στον παρόντα. Συντροφιά πάντα με τους απόντες, τα τάγματα των αγγέλων και των δαιμόνων, που φτερουγίζουν γύρω μου και μου δείχνουν τα ίχνη που άφησαν. Αυτοί είναι οι δικοί μου άνθρωποι. Όλοι τους υπέροχοι. Δεν μπορώ να δημιουργήσω νέα πρόσωπα. Η Μαρία Κομνηνή Παλαιολογίνα, κόρη του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου, η οποία στα μέσα του 13ου αιώνα θυσιάστηκε στον βωμό της εξωτερικής πολιτικής του φθίνοντος Βυζαντίου -χωρίς τελικά να χάσει το πρόσωπό της-, γίνεται η αφορμή για να σταθεί η ιστορικός Μαριάννα Κορομηλά στην κόψη της εξομολογημένης ζωής της και του πειθαρχημένου πάθους του ιστορείν. Η Μαριάννα των Αθηνών λοιπόν, πλημμυρισμένη από τη Μαρία των Μογγόλων, με ερτζιανή φωνή και παραμυθητικό αίσθημα μας μυεί στον ρευστό κόσμο της ιστορικής έρευνας και στην παλαιότατη τέχνη της περιπλάνησης, χαρίζοντάς μας εντέλει τη συγκινητική εμπειρία της ιστορίας που γίνεται η αφήγησή της. Μ. Φ.


Κριτικές


ΠΕΜΠΤΗ, ΙΟΥΝΙΟΣ 12, 2008
(από το οπισθόφυλλο):
Η κουζίνα του ιστορικού είναι ο τόπος όπου διασταυρώνεται η περιπέτεια της γραφής και η γραφή της περιπέτειας σε μια συναρπαστική αφήγηση. (…) Λεπτομέρειες ιδιωτικού ή δημόσιου χαρακτήρα,θραύσματα από ημερολόγια, από αναγνώσεις…
Μισέλ Φάις


Η ‘Μαρία των Μογγόλων’ είναι ιστορικό πρόσωπο: πρόκειται για τη νόθα κόρη του αυτοκράτορα του βυζαντινού κράτους Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, που το 1264, σε ηλικία 12 χρονών, ο πατέρας της την έστειλε από τη Νίκαια της Βιθυνίας (τότε πρωτεύουσα του βυζαντινού κράτους) στην πρωτεύουσα του κράτους των Μογγόλων (Μαγούλιων ή Μουγούλιων) για να παντρευτεί τον αδελφό του Κουμπλάι-χαν, τον Χουλαγκού. Για λόγους καθαρά διπλωματικούς.
Ένα βιβλίο δηλαδή με κεντρικό θέμα μια πτυχή της ιστορίας που παραπέμπει στο γνωστό μύθο της Ιφιγένειας (εν Αυλίδι, εν Ταύροις). Όμως δεν είναι βιβλίο ιστορικό, ούτε λογοτεχνικό. Πρόκειται για ένα ακόμα αφήγημα της σειράς «Η κουζίνα του ιστορικού» την οποία επιμελείται ο Μισέλ Φάις, και όπου κάθε συγγραφέας «αυτοβιογραφείται», ή μάλλον εξομολογείται με αφορμή μια πνευματική του περιπέτεια. Η Μ. Κορομηλά καταθέτει ουσιαστικά όλη της την εμπειρία που σχετίζεται με την έρευνα γύρω από την «αλήθεια» της ηρωίδας που διάλεξε, το κείμενο έχει καθαρά προσωπικό και βιωματικό χαρακτήρα, τόσο που αναρωτιέσαι ποια είναι η βασική ηρωίδα, η Μαρία ή η …Μαριάννα.
Η συγγραφέας εστιάζει κυρίως στο πρόσωπο της «Μαρίας των Μογγόλων», γιατί, όπως επισημαίνει κι η ίδια αφιερώνοντας αρκετά μεγάλη έκταση, πρόκειται για μια ιστορία τραγικά επαναλαμβανόμενη: για κορίτσια μικρά, από πέντε μέχρι δεκαπέντε, νόθα παιδιά ή νόμιμα βασιλέων ή υψηλά ιστάμενων, που θυσιάστηκαν στο βωμό της διπλωματίας και στάλθηκαν με συνοικέσιο στην άκρη του κόσμου προκειμένου να επιτευχθεί ειρήνη, ανακωχή κλπ. :


Είχα μόνο τη Μαρία κατά νου. Τη Μαρία και τις αμέτρητες Μαρίες. Ήθελα να μιλήσω για ανθρώπινες υπάρξεις, καταστάσεις και πράγματα που παραμένουν στη σιωπή.
Για μένα, η Μαρία των Μογγόλων είναι όλες οι Μαρίες της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Είναι τα εκατοντάδες κορίτσια που επιβεβαίωσαν διπλωματικές συνθήκες και πολεμικές ανακωχές, ενίσχυσαν την εξωτερική πολιτική του κράτους, κατέστησαν ανεκτίμητες τις αυτοκρατορικές δωρεές προς πολιτισμένους και, κυρίως, απολίτιστους ηγέτες, πρόσφατα εκχριστιανισμένους βαρβάρους, άξεστους φύλαρχους του Καυκάσου, πρωτόγονους κυρίαρχους της Σκυθικής ερημίας (…) Είναι οι ανήλικες Μαρίες, οι πορφυρογέννητες και οι γεννημένες από άνομους έρωτες (σελ.309).
Αυτό το φαινόμενο πήρε μεγάλη έκταση κυρίως την εποχή της παρακμής του Βυζαντίου, όταν δηλαδή τα σύνορα διαρκώς απειλούνταν και συρρικνώνονταν. Ήδη τον 13ο αι. πρωτεύουσα του κράτους είναι η Νίκαια της Βιθυνίας, ο Παλαιολόγος έχει σφετεριστεί την εξουσία, Μογγόλοι, Τάταροι, Σέρβοι, Οθωμανοί κ.α. απειλούν τα σύνορα (εντυπωσιακή η συνειδητοποίηση ότι οι Μογγόλοι ίδρυσαν το μεγαλύτερο κράτος που υπήρξε ποτέ και περιλάμβανε από Κίνα μέχρι Μπρεσλάου της Γερμανίας!)
Η αφήγηση έχει ακατάστατη δομή, εφόσον εξ ορισμού η συγγραφέας ξεδιπλώνει κάπως φλύαρα τις σκέψεις της, τη δική της παιδική ηλικία, τις προσπάθειές της να προσεγγίσει δύσκολα ιστορικά ζητήματα που ξεφεύγουν από την «επίσημη ιστορία», ή να περιγράψει τις δυσκολίες ν’ ανασυνθέσει τη ζωή της Μαρίας των Μογγόλων. Όπως επισημαίνει και η ίδια, δεν επιδιώκει αλλά δεν έχει και τη δυνατότητα -ούτε ίσως την ικανότητα- ν’ αποδώσει μυθιστορηματικά τη ζωή της ηρωίδας της. Το βιβλίο αποτελεί μια περιήγηση στην ιστορία του 13ου αι., με ολοφάνερη την παρουσία της ερευνήτριας και της υποκειμενικότητάς της, με λεπτομέρειες ημερολογίου• ένας εσωτερικός μονόλογος σε ελαφρώς δημοσιογραφικό και αυτάρεσκο ύφος.
Σελ. 145:
Θα ήθελα να διαθέτω τις ικανότητες ενός άριστου τεχνίτη, για να πλάσω μία συναρπαστική μυθιστορία. Θα ήθελα να μπορώ να γράψω έναν εσωτερικό μονόλογο στο όνομα αυτής της γυναικείας ύπαρξης• στο όνομα όλων των γυναικείων υπάρξεων που δωρήθηκαν από τον πατέρα τους, για να εξυπηρετηθούν συμφέροντα, δημόσια ή ιδιωτικά.
Ο βασικός καμβάς, η τραγική ιστορία δηλαδή της Μαρίας είναι από μόνη της συναρπαστική. Βέβαια, τα ιστορικά στοιχεία είναι ελάχιστα, και το παζλ συμπληρώνεται με υποθέσεις και εικασίες: Η πορεία είναι μακρά (μάλλον πεντάμηνη) κι επίπονη (γοητευτική η έρευνα για την πιθανή διαδρομή Κ/λη –Τραπεζούντα- ʼλπεις του Ανατολικού Πόντου- Ταυρίδα- λίμνη Ουρμία- Μαραγκέχ), κι όταν πια έφτασε στον προορισμό της, ο Χουλαγκού είχε πεθάνει κι έτσι …παντρεύτηκε τον τριαντάχρονο διάδοχο Αμπακά! 17 χρόνια έμεινε παντρεμένη ωσότου πέθανε κι ο Αμπακά, κι η Μαρία επιστρέφει στην Κ/λη πια, για να ζήσει σε μοναστήρι της Χώρας ως «Μελάνη η Μοναχή», αφήνοντας ως σημάδι αιωνιότητας ένα περίφημο ψηφιδωτό που την παριστάνει να προσπέφτει ικέτης του Χριστού. Πέρα απ’ αυτές τις φοβερές για την εποχή στροφές της μοίρας, πολλές είναι οι ενδείξεις ότι έπασχε και από αιμοφιλία. Τέλος, σύμφωνα με τις εικασίες της Κορομηλά, πρέπει να ήταν αποφασιστικής σημασίας η συμβολή της στο να βοηθήσουν οι Μογγόλοι τους Βυζαντινούς όταν η Νίκαια απειλήθηκε απ’ τον Οσμάν το 1307. Αυτός είναι κι ο λόγος για τον οποίο πιστεύει ότι λατρεύτηκε απ’ τους βυζαντινούς, κι ότι αυτή είναι που εικονίζεται στο περίφημο ψηφιδωτό της Μονής της Χώρας.
Δεν είναι όμως μόνο η ιστορία της Μαρίας που προκαλεί το ενδιαφέρον αυτού του βιβλίου. Παρά τις αδυναμίες αυτής της συνεχούς αυτοαναφορικότητας (η παρουσία της συγγραφέως είναι πολύ έντονη, κατά τη γνώμη μου παραπάνω απ’ όσο θα’ πρεπε. Οι συνεχείς αναφορές σε μνήμες της είναι κουραστικές και φλύαρες πολλές φορές. Δε διστάζει να παραθέτει όλες της τις σκέψεις, αλλά και δικές της προσωπικές στιγμές σε βαθμό που κουράζει. Απ’ την αρχή του βιβλίου μας δίνει να καταλάβουμε ότι ένα είδος πνευματικής συγγένειας την έφερε κοντά στη Μαρία των Μογγόλων. Κατά τη γνώμη μου δε διαφαίνεται αυτός ο βαθύτερος δεσμός, δε δικαιολογείται αυτή η ταύτιση), παρά λοιπόν τις αδυναμίες αυτής της αυτοαναφορικότητας, δεν μπορεί κανείς να μη «σταθεί» σε σημεία εντυπωσιακά κι αξιοθαύμαστα:
• Βλέπεις βήμα προς βήμα τις δυσκολίες που συναντά ο ερευνητής όταν προσπαθεί να κάνει μια τομή στην ιστορία, σε μια εποχή και μια περιοχή ανεξιχνίαστη. Βλέπεις με τρόπο χειροπιαστό πόσο ρευστά και διαχρονικά είναι όλα κατά βάθος. Κι ακόμα, πόσα στοιχεία μένουν έξω από την επίσημη ιστορία που μαθαίνουμε στα σχολεία ή απ’ όπου εστιάζει ο εθνικός προσανατολισμός.
• Προσωπικά γοητεύτηκα από τα οδοιπορικά της συγγραφέως στα βάθη της Ανατολής, προκειμένου να ξαναζωντανέψει το μακρύ ταξίδι της 12χρονης Μαρίας από τη Νίκαια στην Σανγκτού (αυτή ήταν η πρωτεύουσα των Μογγόλων τότε, στα σύνορα με την Κίνα κι όχι το Καρακόρουμ). Με έπεισε η εμμονή της ότι η ιστορία προϋποθέτει «καλλιεργημένη γεωγραφική συνείδηση» («είναι καθοριστική η σημασία των γεωγραφικών συντεταγμένων στη λειτουργία του ιστορικού γίγνεσθαι»), αλλά και γνώσεις γεωργίας και …κτηνοτροφίας (ιδιαίτερα εφόσον οι λαοί αυτοί είχαν αγροτοκτηνοτροφική οικονομία). Η μελέτη των Μογγόλων που ήταν νομάδες και ξακουστοί ιππείς, και θεμελίωσαν τη δύναμή τους σ’ αυτά τα δυο την ανάγκασε να μελετήσει τα μογγολικά άλογα! (Σκέφτομαι πόσο έξω πέφτουμε όταν αγωνιζόμαστε να μάθουμε ιστορία διαβάζοντας βιβλία, βιβλία, βιβλία, δίχως να γνωρίζουμε τίποτα για τον ίππο και την ιπποδύναμη, έναν απ’ τους βασικότερους παράγοντες που κινητοποίησαν τις εξελίξεις επί τέσσερις χιλιάδες χρόνια).
• Μ’ εντυπωσίασε το πάθος της να ταξιδεύει για να γνωρίσει από κοντά και να στηρίξει τις υποθέσεις της συνδυάζοντας όλους αυτούς τους παράγοντες. Χιλιάδες χιλιόμετρα, όπως λέει, ως ξεναγός αλλά και ως ερευνήτρια, προκειμένου να εντοπίσει τις Σελεύκειες, τις Αντιόχειες, τις Απολλωνίες κλπ.
Τα μεγάλα ταξίδια δεν ήταν για μένα η μεγάλη φυγή, όπως πίστευα παλιότερα. Ήταν η ευεργετική διαδικασία της επιστροφής. Στα λησμονημένα μέρη της συλλογικής εμπειρίας ξανάβρισκα ένα κομμάτι του εαυτού μου και, αφήνοντας τους άλλους να μιλήσουν, έγραφα από την αρχή τα στοιχεία της ταυτότητάς μου.
• Βρήκα πολύ πειστικά όσα γράφει για τη …χρήση της φωτογραφικής μηχανής:
(σελ. 99)
Επί χρόνια δεν ήθελα να κουβαλάω φωτογραφική μηχανή. Όχι μόνο γιατί είναι μπελάς και βάρος. Αλλά σου αποσπά μέρος της προσοχής, σε καθοδηγεί προς άλλου είδους εικόνες, διασπά τη συνέχεια, σε κάνει να κυνηγάς τα στιγμιότυπα, σε παρασύρει σε αδιακρισίες και, πολλές φορές, σε καθιστά στόχο. Με τη μηχανή τονίζεις ακόμη περισσότερο την παράταιρη παρουσία σου. Υπάρχει και ο αντίλογος. Πάντως προτιμούσα την άσκηση του μνημονικού για την καταγραφή των ορατών, με όσα απ’ τα στοιχεία του βιωμένου περιβάλλοντος είχα τη δυνατότητα να συγκρατήσω.
(…) Κάποια στιγμή όμως τρόμαξα. Γυρίζοντας σε μέρη που είχα αποτυπώσει στον νου μου, διαπίστωνα τη ραγδαία φθορά και δεν πίστευα στα μάτια μου. Ήτανε σαν να τα είχα φανταστεί, τέτοιας έκτασης είναι η αλλοίωση.
• Τέλος, άπειρες ιστορικές αναφορές με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, όπως η σημασία του πολιτισμού των Μογγόλων και η επιρροή του στην εξέλιξη των άλλων πολιτισμών ( Χρειάστηκα χρόνια για να καταλάβω ότι το πέρασμά τους έκοψε κυριολεκτικά τη ροή της ιστορίας σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη όπως και στο μεγαλύτερο μέρος της Ασίας +++), η σημασία της Καισάρειας ως πόλης με κομβική σημασία και άλλες παρόμοιου τύπου «τομές».
• Περισσότερο όμως με γοήτεψε αυτή η επιμονή στο πώς συνδέει τον «τρόπο ζωής» (που τον συνάγει ακόμα κι απ’ το παρόν) με την ιστορική πορεία λαών και κρατών:
Μ’ ενθουσιάζει η μικρογεωγραφία. Συνδιαλέγομαι με το φυσικό περιβάλλον, τις απέραντες αλάνες, τα ορεινά μονοπάτια, τα βαρετά τοπία, τα βαλτοτόπια, Όταν φτάσω σε μια πόλη, αρχίζει η πλήξη. Αυτό που βαριέμαι περισσότερο είναι τα αξιοποιημένα μνημεία, τα προβεβλημένα αξιοθέατα, τα καλοβαλμένα μουσεία, όλα αυτά που πρέπει να δει ένας ξένος.
Ταξιδεύω μελετώντας άτλαντες και χάρτες. Στράφηκα, όμως, αρκετά εγκαίρως, προς τη βιωμένη εμπειρία, τον προφορικό λόγο, την ακατάγραφη μαρτυρία. Γνώρισα από κοντά τους άγνωστους τόπους, επανατοποθέτησα τους ανθρώπους, πάσχισα να τους καταλάβω.
Είμαι μανιώδης ωτακουστής και εμπειρότατος παρατηρητής• ρέκτης της παραμικρής λεπτομέρειας• λάτρης των μικρών και καθημερινών και αενάως επαναλαμβανομένων πραγμάτων.
Ηχογραφώ με ευλάβεια προσωπικές ιστορίες• ξεχωρίζω από διαίσθηση τις ενσυνείδητες ή ασυνείδητες επιστρώσεις, αναγνωρίζω τις ανάγκες για κοινωνικές συμβάσεις, τις λαμβάνω υπόψη μου, γιατί κι αυτές, μολονότι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, ανήκουν στο υλικό της ιστορίας- όλα εξελίσσονται, μεταπλάθονται, υπηρετούν νέες μυθολογίες.


Χριστίνα Παπαγγελή


Η «Κουζίνα του Ιστορικού» μπορεί να μαγειρέψει και να σερβίρει λογοτεχνία. Στην ομώνυμη σειρά των εκδόσεων Πατάκη, με επιμέλεια του Μισέλ Φάις, έχει ενταχθεί και το τελευταίο έργο της ιστορικού, μεταξύ άλλων, Μαριάννας Κορομηλά, «Η Μαρία των Μογγόλων».
Με άξονα τη διήγηση της ιστορίας μιας από τις Μαρίες του Βυζαντίου –που δόθηκε ως «προίκα» θα ’λεγε κανείς στη μογγολική αυλή-, η συγγραφέας, γνωστή απ’ τις ιδιαίτερες ραδιοφωνικές της εκπομπές, ξετυλίγει με τρόπο ξεκάθαρα λογοτεχνικό ένα ολόκληρο σύμπαν• το δικό της. Εξομολογείται την πορεία της ως ανθρώπου και επιστήμονα, την αγάπη της για το Βυζάντιο και εν γένει την Ανατολή, τις κοινωνιολογικές, φιλοσοφικές και φεμινιστικές, ίσως, ανησυχίες της.
Εν είδει ημερολογιακής καταγραφής, με σκέψεις και θέσεις δοσμένες κατά έναν τρόπο βαθύτατα εξομολογητικό, η Μαριάννα Κορομηλά, με μια εστέτ –μπορεί και λόγω καταγωγής- διάθεση επεξεργασίας των ιδεών της, παραδίδει ένα κείμενο που μπορεί άνετα να χαρακτηριστεί λογοτεχνικό, παρότι δε συνιστά κάποιο απ’ τα διακριτά του είδη.
Η Μαρία Κομνηνή Παλαιολογίνα, ιστορικό πρόσωπο των μέσων του 13ου αιώνα, κόρη του Μιχαήλ Η’ του Παλαιολόγου, είναι μια άλλη θυσιασμένη κόρη, μια ακόμη Ιφιγένεια, στο βωμό της ευόδωσης της εξωτερικής, και τελικά εσωτερικής, πολιτικής ενός κράτους που, από τότε, είχε αρχίσει να χάνει την παλαιά του αίγλη, είχε αρχίσει να παίρνει τον ανεπίστροφο κατήφορο που οδήγησε στην πλήρη παράδοση στην τουρκική κυριαρχία.
Η ιστορία της «Μαρίας των Μογγόλων», όμως, η ιστορία ενός ασαφούς και ανολοκλήρωτου από την ιστορική έρευνα προσώπου, είναι εκείνη η μορφή που ποτέ δεν έχασε, παρ’ όλη τη «θυσία» της, τα ιδιαίτερα δυναμικά χαρακτηριστικά της. Και ίσως γι’ αυτό επελέγη απ’ την Κορομηλά ως όχημα των εσωτερικών διεργασιών της «Κουζίνας» της. Η ίδια η συγγραφέας αναφέρει ότι η Μαρία, περί ης ο λόγος, προτυπώνει όλες τις Μαρίες όχι μόνο του Βυζαντίου αλλά και του κόσμου ολόκληρου, που, θυσιασμένες στο βωμό του όποιου συμφέροντος, κατάφεραν να διασώσουν ανέπαφο το χαρακτήρα τους, να διατηρήσουν αλώβητη τη δύναμή τους, αλλά και συνάμα να καταφέρουν με όλα αυτά τα στοιχεία να επηρεάσουν ένα λαό, να κάνουν ένα έθνος να τη λατρέψει.
Η Κορομηλά, έχοντας ήδη δώσει δείγματα του λόγου της, του έντονου και πολλές φορές δογματικού της τρόπου απόδοσης γνώμης, παρουσιάζει εαυτόν ως ένα πρόσωπο που μάχεται καθημερινά με την αλήθεια του, που παλεύει, εκών άκων, με το πάθος, που τελικά δεν προσπαθεί να κατευνάσει, αλλά μάλλον να διατηρήσει άσβεστο και, ίσως, να προσπαθήσει να το κατατάξει στο απαθές παροντικό της περιβάλλον – ιστορικό, κοινωνικό ή άλλο.
Η ανάμειξη εξομολόγησης, επιστήμης, ανησυχίας και στοχασμού στη «Μαρία των Μογγόλων» δεν είναι ένα τσουβάλι που προσπαθεί μέσα του να χωρέσει φύρδην-μίγδην όλο το βιος της συγγραφέως• είναι ένας πάγκος που ομοιόμορφα τοποθετούνται όλα τα ακονισμένα εργαλεία ενός δημιουργού που, απ’ την άλλη, θέλει να τα βάλει με μια σειρά έτσι, ώστε να παρουσιαστούν τέλεια αποδομένα.
Η Μαρία, το πρότυπο –όπως προαναφέρθηκε- κάθε αντίστοιχης Μαρίας, είναι επιπλέον μια κατάθεση εκ μέρους της Κορομηλά σχετικά με την κατανόηση της Ιστορίας. Μαζί με την ηρωίδα, με ό,τι αυτή φέρει μαζί της, η συγγραφέας ακολουθεί δρόμους παράλληλους και από κοινού χτίζονται οι χαρακτήρες του γράφοντος και του γραφομένου.
Η κατανόηση, για την οποία έγινε λόγος μόλις πριν, με όρους άλλοτε επιστημονικούς κι άλλοτε προσωπικής γραφής, οδηγεί τον αναγνώστη σ’ ένα δρόμο ανοιχτού μυαλού ως βασικής προϋπόθεσης απέναντι στο «τότε» και στο «τώρα», σ’ ένα δρόμο επανατοποθέτησης έναντι του ʼλλου ως καίριου συστατικού της αντίληψης του Εγώ, και σ’ ένα δρόμο σαφήνειας της γλώσσας των ιδεών ως δραστικής παράθεσης όλων των παραπάνω.
Στη «Μαρία των Μογγόλων» η συγγραφική δεξιότητα και η ευκρίνεια της καταβύθισης στην (προσωπική) αλήθεια των πραγμάτων καταφέρνουν να καταρρίψουν την κατατεθειμένη άποψη περί ασφάλειας των διαφόρων μορφών πορισμάτων, αφού η ανατροπή, η απόλυτη έλλειψη ανασφάλειας και η συνεχής παρουσία της αμφισβήτησης έχει κρυφτεί σε αναχώματα και ερείπια της ιστορίας αλλά και του παρόντος.
Μπορεί κάτω από τα χαλάσματα, κάτω απ’ τη σκόνη που σκεπάζει ένα παρελθόν για πάντα χαμένο, να κρύβεται και να καιροφυλακτεί η οποιασδήποτε μορφής επανάσταση, που –δυστυχώς για κάποιους, ευτυχώς για άλλους- δε θα κρατήσει για πολύ, αφού, τελικά, κατεστημένο κι αυτή θα γίνει. Για να την ακολουθήσει μια άλλη. Πιο σκονισμένη αυτή τη φορά. Και άρα πιο δυνατή.


ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΤΑΞΙΔΙΑ
Μια Μαρία στην αυλή των Μογγόλων
Αναπλάθοντας τη ζωή της βυζαντινής πριγκίπισσας του 13ου αιώνα που έζησε σχεδόν δύο δεκαετίες στα βάθη της Ασίας
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ
Δύο γυναίκες τόσο διαφορετικές. Η μία, η συγγραφέας του βιβλίου, παραγωγός ως πρόσφατα εκπομπών στην ΕΡΑ και ιθύνων νους του «ταξιδιάρικου» Πανοράματος, που μεγάλωσε στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, «κάτοχος ανεκτίμητου πλούτου, ο οποίος απαρτίζεται από χιλιάδες εικόνες, άπειρες γεύσεις απολαύσεων, αμέτρητα πρόσωπα» να τη συντροφεύουν. Μέσα σε όλα φτερουγίζει εκείνη: η δεύτερη γυναίκα, η Μαρία Κομνηνή Παλαιολογίνα Διπλοβατάτζινα, κόρη του στρατηγού και μετέπειτα αυτοκράτορα Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγου, που γεννήθηκε στη Νίκαια της Μικράς Ασίας στα 1252 ή 1253. Που οκτώ χρόνων αντίκρισε τη Βασιλεύουσα και Δεκαπενταύγουστο του 1261 μπήκε θριαμβευτικά με τον αυτοκράτορα πατέρα της στο Κάστρο, από την Πύλη τη Χρυσή, όπως του το ‘χε προφητέψει η μεγάλη του αδερφή σαν τον κανάκευε μωρό στα γόνατά της. Όμως εκείνος ο άκαρδος προόριζε την κόρη του για το κρεβάτι ενός Μογγόλου, του εγγονού τού Τζένγκις Χαν και νεότερου αδελφού τού Κουμπλάι Χαν, που άκουγε στο όνομα Χουλαγκού. Η τύχη ωστόσο τα ‘φερε έτσι που ο Χουλαγκού έκλεισε τα μάτια προτού προλάβει να υποδεχθεί τη δωδεκάχρονη παιδούλα που ήταν καθ’ οδόν και κατά πάσα πιθανότητα αποκλεισμένη από τον δριμύτατο χειμώνα του 1264 κάπου μετά την Τραπεζούντα, ανάμεσα σε σβησμένα ηφαίστεια, παλιά αρμένικα κάστρα κι απέραντα βοσκοτόπια. Από το σημείο αυτό παίρνει φόρα η Κορομηλά, πλημμυρισμένη από τη μορφή της Παλαιολογίνας, να μας μυήσει, όπως λέει, στον ρευστό κόσμο της ιστορικής έρευνας και στην παλαιότατη τέχνη της περιπλάνησης, την οποία τόσο καλά κατέχει ως ταξιδιώτισσα εξ απαλών ονύχων και επί σειρά ετών ξεναγός σε προορισμούς των πέντε ηπείρων. «Συνήθισα» λέει «να πετιέμαι από τον ένα χώρο στον άλλο, να κάνω συνδυασμούς και συσχετισμούς, να παρασύρομαι από συνειρμούς, να κινούμαι από τον παρελθόντα χρόνο στον παρόντα. Συντροφιά πάντα με τους απόντες, τα τάγματα των αγγέλων και των δαιμόνων που φτερουγίζουν γύρω μου και μου δείχνουν τα ίχνη που άφησαν. Αυτοί είναι οι δικοί μου άνθρωποι. Όλοι τους υπέροχοι».
Στους δρόμους των καραβανιών
________________________________________


Όπως υπογραμμίζει πάντως η ίδια, δεν είναι στις προθέσεις της να παραστήσει τον… Όμηρο των μεσαιωνικών χρόνων, ούτε πολύ περισσότερο τους τραγικούς (αν και η Μαρία Παλαιολογίνα όταν επέστρεψε κάποτε στην πατρίδα της αποτραβήχτηκε σε ένα μοναστηράκι αφιερωμένο στη Θεοτόκο, όπως και η Ιφιγένεια βρέθηκε στο αττικό ιερό της Βραυρώνας, το αφιερωμένο στην Ταυροπόλο Αρτέμιδα). Ο,τι μας υπόσχεται – και κρατάει τον λόγο της πέρα για πέρα – είναι χαμηλές πτήσεις πάνω από τους δρόμους των καραβανιών, όπου βακτριανές καμήλες κουβαλούν lapis lazuli και αραβικές δρομάδες μεταφέρουν σπάνια μυρωδικά, λιβάνι και αιθιοπική κανέλα από τον καιρό της βασίλισσας του Σαββά και του προφητάνακτα Σολομώντα. Κι ακόμη, ώρες ατέλειωτης αναμονής στα ασσυριακά τελωνεία, στα βυζαντινά «κομμέρκια» και στα συνοριακά φυλάκια των Μαμελούκων, εφήμερες γνωριμίες σε απομακρυσμένους σταθμούς και παλαιές ποταμόσκαλες του Βασιλείου των Σελευκιδών, εξαίσιες συναντήσεις σε σκοτεινά πανδοχεία και πολύβουα καραβάν σαράγια, δημόσια λουτρά, ύποπτα καπηλειά και βρωμερά χάνια, ολονυχτίες σε πρωτοχριστιανικές βασιλικές και παρακλήσεις σε βασιλικά καστρομονάστηρα, κλεφτές ματιές σε χρυσοποίκιλτα τζαμιά και περίκλειστους μεντρεσέδες. Καθώς επίσης θρηνωδίες για τον αδικοσκοτωμένο Αλί και τους σφαγμένους συγγενείς του Προφήτη, φαγοπότια στη σκιά σασανιδικών ανακτόρων και ρωμαϊκών υδραγωγείων, αναβάσεις σε πανάρχαια ιερά κορυφής και πεζοπορίες σε τόπους θρυλικών μαχών.
Πώς όμως προέκυψε το πάθος της Κορομηλά για αυτήν ακριβώς την εποχή; Μας λέει πως στα 1970 – είναι τότε 21 ετών – έχει ήδη «φάει με το κουτάλι» τα κλασικά διαβάσματα της εποχής (τον Βασίλιεφ, τον Σλουμπερζέ, τον Ζακυθηνό, τον Κάρολο Ντηλ) και παίρνει μέρος στην πρώτη οργανωμένη υποβρύχια αρχαιολογική έρευνα στην Ελλάδα για τη μελέτη ενός ναυαγίου του 12ου αιώνα που κουβαλούσε πιατικά. Στο Αρχιπέλαγος των Σποράδων σε βάθος 36 μέτρων το ναυάγιο φάνταζε σαν παιδική ζωγραφιά. Ολον τον Αύγουστο κοιμόταν τις νύχτες σε μια χαμηλή σκηνή, δίπλα σε έναν σκελετό που είχαν ανασύρει από έναν ρηχό τάφο στην ακτή, την ημέρα βοηθούσε στην καταγραφή των ευρημάτων που ανέβαζαν οι δύτες από το ναυάγιο και μαγείρευε για τα τριάντα τόσα μέλη της ερευνητικής ομάδας. «Φάγαμε και μια νυχτερινή μπόρα, από εκείνες που κατεβαίνουν από τη Χαλκιδική και συνταράζουν τις καλοκαιρινές θάλασσες. Κάτσαμε για να στεγνώσουμε την επόμενη μέρα, απλώνοντας στον ήλιο κορμιά και υπάρχοντα. Ανάπαυλα απαραίτητη, για να συζητήσουμε με άνεση και να διατυπώσουμε τα ερωτήματα που γεννούσε το ναυάγιο. Ερεθίσματα άκρως ερεθιστικά. Πράγματα αλλοπρόσαλλα, συμπτωματικά, άσχετα μεταξύ τους και τόσο συναφή. Δεκάδες απορίες, εκατοντάδες εντυπώσεις, το μυαλό σε συνεχή εγρήγορση, η ομάδα σφιχτοδεμένη, η δουλειά εξοντωτική, το τοπίο μοναδικό. Νομίζω ότι στο Πελαγονήσι πρέπει να υπέκυψα στην πρόκληση του άγνωστου Βυζάντιου».
Η «δέσποινα χατούν» στο Ιλχανάτο
________________________________________


Μονή της Χώρας, Κωνσταντινούπολη. Η Μαρία Παλαιολογίνα ικέτις στα πόδια του Ιησού (λεπτομέρεια από την ψηφιδωτή «Δέηση», 1316-1320)
________________________________________
Η Κορομηλά «κορφολογεί» τη δική της βιογραφία και τη συνδέει με εκείνη της Παλαιολογίνας, ψάχνοντας μες στη μορφή της το χνάρι της δικής της ψυχής. Γύρω τριγύρω αραδιασμένα τα δεδομένα του κόσμου της, ενός κόσμου όπου η παντοκρατορία των Μογγόλων είναι αδιαφιλονίκητη. Όποιος τολμούσε να σηκώσει κεφάλι εξαφανιζόταν από προσώπου γης με μια επέλαση του τρομερού μογγολικού ιππικού. Η Παλαιολογίνα θα έφτασε, ύστερα από περιπετειώδη περιπλάνηση πολλών μηνών, στην περιφερειακή πρωτεύουσα των Μογγόλων Μαραγκέχ (μια κωμόπολη με δασύλλια και οπωροφόρα στις βορειοδυτικές εσχατιές του Ιράν), προχωρημένη άνοιξη του 1265. Τώρα Χαν ήταν ο γιος του Χουλαγκού, ο τριαντάχρονος Αμπακά. Αυτός αποφασίζει να προσθέσει στο χαρέμι του την παρ’ ολίγον σύζυγο του πατέρα του, τη θυγατέρα του Βυζαντινού «νέου Κωνσταντίνου». Η Μαρία θα ζήσει θαμμένη στους χρυσοκέντητους μογγολικούς κετσέδες, στα πανάκριβα περσικά χαλιά και στους σκιερούς παλατιανούς κήπους του Ιλχανάτου τα επόμενα δεκαεπτά χρόνια. Η «δέσποινα χατούν» (όπως την ονόμασαν οι Μογγόλοι) ζήτησε από τον Αμπακά να βαφτιστεί πριν από τον γάμο και εκείνος δέχτηκε. Το μυστήριο τέλεσαν τρεις κληρικοί: ένας Νεστοριανός, ένας Αρμένιος κι ένας Ορθόδοξος. Έκτοτε, λέει ο θρύλος, ο Χαν πήγαινε συχνά στην εκκλησία. Το μόνο σίγουρο και εξακριβωμένο γεγονός πάντως είναι ότι ο Αμπακά μετέφερε την έδρα του από τη Μαραγκέχ στην κοντινή Ταυρίδα. Έτσι οι Ιλχανίδες Μογγόλοι – σε αντίθεση με τους Τσεγκισχανίδες του Κουμπλάι Χαν – βγαίνουν από τη νομαδική απομόνωση των καταυλισμών και συμβιώνουν με τον πολυποίκιλο κόσμο ενός μεγάλου αστικού κέντρου, με μακραίωνη παράδοση και πολιτισμό.


Το ΒΗΜΑ, 30/03/2008 , Σελ.: S03
Κωδικός άρθρου: B15322S031
ID: 293607