Ο Δήμος Χαλανδρίου θυμάται και τιμά τους Έλληνες από τη Μικρασία που 100 χρόνια πριν ξεκίνησαν ένα ταξίδι προσφυγιάς
Σίμος Ρούσσος: «Παραδειγματιζόμαστε από τα ανεξάντλητα αποθέματα δύναμης των ανθρώπων που μπορούν πάντοτε, ό,τι συμφορά και να τους βρει, να ξανασηκώνονται όρθιοι ξεκινώντας τη ζωή τους από την αρχή. Να ξαναστεριώνουν τις οικογένειες και τη χώρα τους, με μόνο εφόδιο την πίστη, τα χέρια τους, ακόμη και την απελπισία, ξανά και ξανά, όπως έκαναν οι Μικρασιάτες το 1922, το 1945, το 1949».
Ο Δήμος Χαλανδρίου δημιούργησε ένα βίντεο με πολύτιμες φωτογραφίες – ντοκουμέντα της παρουσίας των Μικρασιατών προσφύγων στο Χαλάνδρι, ως ελάχιστο φόρο τιμής. Ωστόσο…
Το Χαλάνδρι είναι από τις περιοχές των προσφύγων που δεν έχει μελετηθεί επαρκώς και δεν υπάρχει μέχρι σήμερα σχετική βιβλιογραφία.
Γι’ αυτό και οι λιγοστές πληροφορίες, συνήθως προφορικές, είναι αντιφατικές.
Στις νέες γενιές ιστορικών αλλά και τους ίδιους τους απογόνους των προσφύγων, μένει το καθήκον να συλλέξουν, οργανώσουν, αξιολογήσουν και αξιοποιήσουν το πλήθος αυτών των μαρτυριών, έτσι ώστε να γραφτούν οι χαμένες σελίδες του βιβλίου της μνήμης του προσφυγικού συνοικισμού.
Ως συμβολή σε αυτήν την προσπάθεια παραθέτουμε παρακάτω το άρθρο της εκλιπούσης Εύης Ολυμπίτου –υπήρξε καθηγήτριας Εθνολογίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο- από την ιστοσελίδα mikrasiatis.gr, το οποίο είχε δημοσιευθεί πρώτη φορά στην εφημερίδα «Στάση στο Χαλάνδρι το 1997».
Το άρθρο της Εύης Ολυμπίτου:
Μετά την Καταστροφή περάσαμε από άλλα μέρη Χίο, Σάμο και το ’23 κατασταλάξαμε στο Χαλάνδρι. Στο Χαλάνδρι βρήκαμε κι άλλους δικούς μας. Είχαν έρθει από τον πρώτο διωγμό του ’14. […] Μαζευτήκαμε όμως πολλοί, τα τρόφιμα δεν έφταναν και έδιδαν πολύ λίγα. Τότε σκεφτήκαμε να κάμομε σωματείο. Το σωματείο μας το λέγαμε «Παράρτημα Μικρασιατικού Κέντρου». Το Μικρασιατικό Κέντρο ήταν κάτω στην Αθήνα. Από κει μας έδωσαν σανίδες και κάμαμε καρέκλες».
Στην ακατοίκητη περιοχή με τους ελαιώνες και τα χωράφια που απλωνόταν προς τη λεωφόρο Κηφισίας δημιουργήθηκαν δύο μεγάλοι προσφυγικοί συνοικισμοί. Στον πρώτο κατοικούσαν το 1926-1927 140-150 οικογένειες από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο. Είχαν εγκατασταθεί σε ξύλινα παραπήγματα και σκηνές δίπλα στο σταθμό του τραίνου που συνέδεε την Αθήνα με το Λαύριο. Στις μαρτυρίες που έχουν διασωθεί οι συνθήκες διαβίωσης χαρακτηρίζονται ιδιαίτερα δύσκολες, καθώς οι πρόσφυγες έζησαν μέσα στα νερά και τις λάσπες χωρίς στοιχειώδεις παροχές και κανόνες υγιεινής περίπου για μια δεκαετία.
Στη δεκαετία του 1930 απαλλοτριώθηκαν εκτάσεις γης γύρω από τις όχθες της ρεματιάς και κτίστηκαν (1934-1936) 62 πέτρινα σπίτια με δύο δωμάτια το καθένα. Εκεί εγκαταστάθηκαν το 1936 70-80 οικογένειες προσφύγων, ενώ πολλοί εξακολουθούσαν να κατοικούν στις παράγκες του πρώτου συνοικισμού. Ο νέος συνοικισμός πήρε το όνομα της περιοχής που ήταν «Τζανεριές», αν και η τότε επίσημη ονομασία του ήταν «Προσφυγικός συνοικισμός της 4ης Αυγούστου». Οι συνθήκες ζωής ήταν ιδιαίτερα δύσκολες καθώς έλειπαν στοιχειώδεις ανέσεις. Η ύδρευση των κατοίκων γινόταν από ένα κοινοτικό πηγάδι, ενώ η σύνδεση με το ηλεκτρικό ρεύμα έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 50. Το χειμώνα η ρεματιά πλημμύριζε συχνά και οι γύρω δρόμοι γίνονταν αδιάβατοι.
Το 1957 στεγάστηκαν ακόμη 37 οικογένειες σε κατοικίες που κατασκευάστηκαν με την επίβλεψη του κράτους. Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι πρόσφυγες κατάφεραν να οργανώσουν τη ζωή τους. Ίδρυσαν δικό τους σύλλογο και αθλητικές ομάδες. Κέντρα διασκέδασης και καφενεία δεν υπήρχαν, μόνο ένα μικρό μπακάλικο για να προμηθεύονται τα απαραίτητα. Παρόλες όμως τις δυσκολίες και την οικονομική ανέχεια ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένες μεταξύ τους η συνοχή και η αλληλεγγύη καθώς διαμόρφωσαν μία κοινωνική ομάδα με κοινά κοινωνικά, οικονομικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Βενιζελικοί αρχικά, στρατεύθηκαν αργότερα στις γραμμές του ΕΑΜ και δημιούργησαν μικρούς οργανωμένους πυρήνες της Αριστεράς στις δεκαετίες που ακολούθησαν.
Η καθημερινότητά τους συντηρούσε στοιχεία από το ιδιαίτερο παρελθόν και την πολιτισμική τους παράδοση. Πολλοί μιλούν ακόμη για τα γλέντια τους που κρατούσαν δυο-τρεις μέρες και γίνονταν στους δρόμους με τη συμμετοχή όλων των κατοίκων του Συνοικισμού. Πολλοί από τους πρόσφυγες είχαν ιδιαίτερη αγάπη στη μουσική και ήταν ερασιτέχνες οργανοπαίκτες. Οι επαγγελματικές τους δραστηριότητες ήταν στο σύνολό τους χειρωνακτικές. Εργάζονταν ως καλλιεργητές στα κτήματα των παλαιότερων Χαλανδραίων, εργάτες, οικοδόμοι, λατόμοι στην Πεντέλη, φρεατωρύχοι, ποιμένες ή σφαγείς. Ορισμένοι κατάφεραν να ασχοληθούν με τεχνικά-βιοτεχνικά επαγγέλματα και να αποκτήσουν σιγά-σιγά δικά τους εργαστήρια και καταστήματα. Οι γυναίκες των προσφύγων ήταν ασπρορουχούδες, καπελούδες, κεντήστρες και έκαναν μεροκάματα σε διάφορα σπίτια του Χαλανδρίου.
Έτσι έζησαν σε ένα χώρο οριοθετημένο από το υπόλοιπο Χαλάνδρι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 50, οπότε ο Συνοικισμός έπαψε να είναι αμιγής προσφυγική περιοχή. Για αρκετά χρόνια όμως ο διαχωρισμός ανάμεσα στους «γηγενείς» και τους «πρόσφυγες», τους «ντόπιους» και τους «ξένους» δημιουργούσε προβλήματα και συγκρούσεις, όπως άλλωστε συνέβη σε αρκετές περιοχές που εγκαταστάθηκαν προσφυγικοί πληθυσμοί. Η συνεχής εισροή κατοίκων και η οικοδόμηση του Χαλανδρίου έχει αλλοιώσει τη φυσιογνωμία της προσφυγικής περιοχής και έχει αφήσει ελάχιστα ίχνη του παρελθόντος στο χώρο.
Οι γραπτές μαρτυρίες και οι πηγές που διασώζονται είναι ελάχιστες. Η πρώτη γενιά των προσφύγων έχει πια χαθεί. Οι αναμνήσεις των νεότερων συμπληρώνουν κάποια από τα κενά και αποδίδουν κάπως το κλίμα της εποχής. Η διάσωσή τους δεν μπορεί να έχει σήμερα ως αυτοσκοπό τη συντήρηση της μικρασιατικής μνήμης, μπορεί όμως να αποτελέσει μια απόπειρα για τη γνώση του παρελθόντος και πολύ περισσότερο να συμβάλει στην κατανόηση του προσφυγικού κόσμου και των δικών του ιδιαιτεροτήτων.
Σημ.: Ευχαριστούμε θερμά τον Σύνδεσμο Μικρασιατών Κωνσταντινουπολιτών «Ρίζες» Χαλανδρίου, την Ομάδα Προφορικής Ιστορίας του Δήμου Χαλανδρίου, την κ. Όλγα Στεφανίδου και όλους τους Μικρασιάτες του Χαλανδρίου, που έχουν συμβάλλει στη διάσωση του πολύτιμου φωτογραφικού υλικού και πρόθυμα μας το παραχώρησαν.
Δείτε το βίντεο με το φωτογραφικό υλικό ΕΔΩ